United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Έφις σταμάτησε για μια στιγμή στο μέσο μιας ομάδας χωρικών από την περιοχή του Νούορο. Οι γυναίκες κάθονταν στη σειρά εμπρός από τις καλύβες, περιμένοντας ν’ αρχίσει η λειτουργία και οι άλικοι κορσέδες τους έδιναν μια κόκκινη απόχρωση στη σκιά του τοίχου. Η λειτουργία όμως αργούσε.

Έπρεπε να φτάσουν εκεί για να ροβολήσουν στις καλύβες τους. Ένα μεγάλο ολανθισμένο αγιόκλημα καθόταν εκεί, σα να περίμενε. Το είδε η γριά και της φάνηκε Χάρος· το είδε κ' η νια, χαμογέλασε. — Άφσε με, μαννίτσα ... είπε ανυπόμονα. — Ναι· σ' αφίνω ... εψιθύρισε η γριά πάσχοντας να κράτηση τ' αναφυλλητό.

Ένας παχύς ψαράς με μια χοντρή και ως τα πόδια λινατσένια πουκαμίσα, μας δέχτηκε μαζί με τη γριά του, χαρούμενοι κι οι δυο. Φιλόξενοι άνθρωποι αυτοί οι ψαράδες χειμώνα καλοκαίρι σ' όλο το πλήθος των κυνηγών που ξεπέφτει στις καλύβες τους. Ριχτήκαμε κι οι τρεις στη φωτιά.

Σου τεριάζει, 70 δε σούναι ατέριαστο· κρασί γιομάτες σου οι καλύβες, που πάσα μέρα οι Δαναοί σού κουβαλούν με πλοία απάνου στον πλατύ γιαλό απ' αντικρύ οχ τη Θράκη. Έχεις του κόσμου τ' αγαθά, τι τόσο ορίζεις πλήθος.

Και στις καλύβες φτάνοντας του βασιλιά Αγαμέμνου, εφτύς στον παντοδύναμο του Κρόνου γιό 'να βόδι ο γιος τ' Ατρέα αρσενικό πεντάχρονο τους σφάζει. 315 Που γδέρνουν το και με σπουδή το ξεσπλαχνίζουν όλο και λιανισμένο τεχνικά στις σούγλες το περνούνε, το ψαίνουν όμορφα όμορφα, κι' απ' τη φωτιά το βγάζουν.

Εφτά βούρλα λοιπόν, πλεγμένα σ' ένα κλαδί λυγαριάς και μαζί εφτά προσευχές στον Κύριο και στην Παναγία του Ριμέντιο, μεγάλη η χάρη της. Να εκεί κάτω στο γαλάζιο ορίζοντα του δειλινού το εκκλησάκι της και ο περίβολος από καλύβες ήρεμος σαν προϊστορικό χωριό, εγκαταλειμμένο εκεί από αιώνες.

Σαν πιο βαρύ θαν τούρθει αφτό νομίζω...» 325 Έτσι είπε και τους έστειλε με θυμωμένα λόγια. Κι' άθελα οι κράχτες τράβηξαν σιμά σιμά την άκρη του στειροτρύγητου γιαλού, και στο καραβοστάσι των Μυρμιδόνων φτάσανε κι' ως τις καλύβες πέρα.

Οι μεγάλοι κάμποι στη Ρούμελη αρχίζουν από τα ριζιά ψηλών βουνών ξετυλίγονται σα γαληνημένη θάλασσα, κατάγυμνοι, και φτάνουν σε παμπάλαια δάση, που κολυμπούν μέσα σε μεγάλες λίμνες που λάμπουν σαν απέραντες λυωμένες ασημόπλακες τον χειμώνα. Τρυγύρω σ' αυτές τις λίμνες, εδώ στην απαλή αρμουδιά, εκεί στις κατάπυκνες καλαμιές, αλλού στον κόκκινο βράχο, πλέκουν τις καλύβες τους οι ψαράδες.

Είπε, κι' ακούει ο Πάτροκλος τα λόγια του συντρόφου κι' ίσια τρεχάτος ξεκινάει να σύρει ως στις καλύβες.

Έφκολα ακούραστος λαός πολεμοκουρασμένους θα διώξει πίσω ως στο καστρί αλάργα απ' τις καλύβες45 Έτσι είπε περκαλώντας τον ... α τι τυφλός, γιατί είταν δικό του χάρο και κακό να περκαλέσει τέλος! Τότε αναστέναξε βαθιά και τούπε ο Αχιλέας «Ωχού, τι λόγο, Πάτροκλε θεόσπαρτε, μου κραίνεις!