Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025


Κύριοι, το εκκλησάκι δεν έχει άλλη έξοδο απ' αυτή. Καθένας σας κρατάει το σπαθί του στα χέρια. Ξέρετε καλά ότι μόνον απ' αυτήν την πόρτα μπορώ να περάσω, κι' άμα παρακαλέσω το Θεό, θέλοντας και μη θα ξαναπέσω πάλι στα χέρια σας!» «Μπορούμε να τον αφήσουμεείπεν ένας από τους φύλακες. Τον αφήκαν να μπη.

Εφτά βούρλα λοιπόν, πλεγμένα σ' ένα κλαδί λυγαριάς και μαζί εφτά προσευχές στον Κύριο και στην Παναγία του Ριμέντιο, μεγάλη η χάρη της. Να εκεί κάτω στο γαλάζιο ορίζοντα του δειλινού το εκκλησάκι της και ο περίβολος από καλύβες ήρεμος σαν προϊστορικό χωριό, εγκαταλειμμένο εκεί από αιώνες.

Μαύρα κι' ανήσυχα γίδια στάθηκαν άξαφνα στον κατήφορο, με τα κέρατα σαν κλάδους, και τα κεχριμπαρένια των μάτια με κυττάζουν. Μέσ' απ' το λόγγο, μέσ' απ τα σγουρά πεύκα, ένα κοτσύφι σφυρίζει σαν τσοπανόπουλο. Α! ζωή τρελλή που είσαι! Α ζωή! Στον κόρφο του βουνού, σαν καλωσύνη που κρύβεται είν' ένα εκκλησάκι.

Λοιπόν, ακούστε πώς ο καλός Θεός λυπάται τους ανθρώπους. Αυτός, που ούτε του αμαρτωλού δε θέλει το θάνατο, δέχτηκε ευνοϊκά τα δάκρυα και της ικεσίες των φτωχών ανθρώπων που τον παρακαλούσαν για τους βασανισμένους εραστές. Κοντά στο δρόμο που περνούσε ο Τριστάνος, στην κορυφή ενός βράχου και φάτσα κατά το βορρηά, βρισκότανε ένα εκκλησάκι απάνω από τη θάλασσα.

Τρέχει μέσ' το εκκλησάκι, περνάει το χορό, φθάνει στην τζαμαρία του ιερού, πιάνει το παράθυρο, το ανοίγει και πηδάει στο γκρεμό... Καλλίτερα αυτό το πήδημα παρά ο θάνατος στη φωτιά, μπροστά σ' εκείνη τη συνάθροισι. Αλλά, μάθετε, Άρχοντες, ότι ο Θεός τον ελυπήθη. Ο άνεμος πιάνεται στα ρούχα του, τον σηκώνει και τον αποθέτει σε μια πλατειά πέτρα στα πόδια του γκρεμού.

Αλλ' ούτε λόγο, ούτε καν χαμόγελο ένα δε μπόρεσα να της κλέψω της σκληρής. Το μοναστήρι είνε χτισμένο μέσα στο λόγγο. Έχει ψηλούς τοίχους περίγυρα κι από μέσα τα κελλιά αραδιασμένα με τες κρεββάτες τους, την πλακοστρωμένη αυλή με τα δέντρα της και το εκκλησάκι, μικρούτσικο και παλιό, από τα χίλια εκατό, καθώς γράφει στο νάρθηκά του, σκοτεινό, ήσυχο, όλο ευλάβεια και θρησκευτική ανατριχίλα.

Αλλ' ούτε λόγο, ούτε καν χαμόγελο ένα δε μπόρεσα να της κλέψω της σκληρής. Το μοναστήρι είνε χτισμένο μέσα στο λόγγο. Έχει ψηλούς τοίχους περίγυρα κι από μέσα τα κελλιά αραδιασμένα με τες κρεββάτες τους, την πλακοστρωμένη αυλή με τα δέντρα της και το εκκλησάκι, μικρούτσικο και παλιό, από τα χίλια εκατό, καθώς γράφει στο νάρθηκά του, σκοτεινό, ήσυχο, όλο ευλάβεια και θρησκευτική ανατριχίλα.

Ο καιρός εξακολουθούσε να είναι βροχερός και γύρω από το εκκλησάκι, σκουρόχρωμο ανάμεσα στις πέτρες και στους θάμνους της πεδιάδας, βασίλευε μια απέραντη σιωπή, μια έντονη μυρωδιά από δάση. Τα σύννεφα που τρέχανε στον γκρίζο ουρανό έδιναν στον τόπο μια όψη ακόμη πιο φανταστική. Όλο το πρωί ξεφύτρωναν καβαλάρηδες μέσα από το ομιχλώδες μονοπάτι.

Γεννήθηκα στη Νεάπολη, μου είπε. Εκεί μουνουχίζουν δυο ως τρεις χιλιάδες παιδιά το χρόνο· τα μισά πεθαίνουνε, τα μισά κάμνουν μια φωνή ωραιότερη από των γυναικών κ' οι άλλοι γίνονται κυβερνήτες κρατών. Μου κάμανε αυτή την εγχείρηση με πολύ μεγάλη επιτυχία κ' έγινα ψάλτης, στο εκκλησάκι της κυρίας πριγκιπέσσας του Παλεστρίνα. — Της μητέρας μου, έκραξα εγώ. — Της μητέρας σας! φώναξε κλαίοντας.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν