United States or South Georgia and the South Sandwich Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θα μου το πλήρωση ο μικρός Κλώσος, έλεγεν ενώ επέστρεφε. Θα τον σκοτώσω! Εκείνην την ημέραν είχεν αποθάνει η νόνα του μικρού Κλώσου. Ήτο κακή και ανάποδη γραία, αλλ' ο εγγονός της την ελυπήθη, την έβαλεν εις το κρεβάτι του, και την εσκέπασε ζεστά ζεστά με την ελπίδα ίσως την ζωντανεύση. Εκεί την άφησεν όλην την νύκτα, αυτός δε εκάθισε να κοιμηθή εις μίαν καθέκλαν.

Μίαν ημέραν ακούει πως ήλθεν ένας ιατρός θαυμάσιος Ινδιάνος εις την Δαμασκόν και ευθύς στέλνει και τον κράζει, του οποίου διηγείται τον πόνον του και την επιθυμίαν που είχε διά να αποκτήση ένα υιόν. Ο ιατρός τον ελυπήθη και έβαλεν όλην του την σπουδήν διά να τον χαροποίηση.

Αφού λοιπόν η άγνοια περιστρέφεται εις όλας αυτάς τας συνθήκας της πράξεως, όστις δεν εγνώριζε κάποιον από αυτά φαίνεται ότι έπραξε ακουσίως την πράξιν και μάλιστα εις τα σπουδαιότερα. Σπουδαιότερα δε φαίνονται αι συνθήκαι /δες ανωτέρω/ και το ελατήριον /5 ανωτέρω/. Και βεβαίως διά να θεωρηθή κανείς ακούσιος εις τοιαύτην περίπτωσιν αγνοίας, πρέπει να φανή ότι ελυπήθη διά την πράξιν και μετανοεί.

Και έως σήμερον ακόμη δεν ενθυμούμαι να είπα εις κανένα διά την υπόθεσιν του θησαυρού της Κεχριάς, νομίζω δε ότι πολύ δεν επίστευα μέσα μου, αν και τόσον νέος, εις την ύπαρξιν του θησαυρού τούτου. Ο Νικολός δεν ελυπήθη και πολύ διά την παρουσίαν του Γιαννιού, ήτον δε πρόθυμος, ως λίαν ανοικτόκαρδος, να μοιράση τα γρόσια, τα οποία θα εύρισκε, και με αυτόν, και με πάντα άλλον.

Διά ταύτα ανεκάλεσε τα Ελληνικά στρατεύματα από την καταδίωξιν και τα διέταξε να πιάσωσι τας οποίας είχον εξ αρχής θέσεις. Ο Φαβιέρος ελυπήθη κ' εδυσαρεστήθη καθ' υπερβολήν, διότι δεν εισηκούσθη το πρόβλημά του, και την δυσαρέσκειάν του την έκαμε γνωστήν εις τον Καραϊσκάκην.

Ο τετράρχης ελυπήθη, εγένετο περίλυπος, λέγει ο Ευαγγελιστής Μάρκος. «Αλλά διά τους όρκους και τους συνανακειμένους εκέλευσε αποτμηθήναι την κεφαλήν». Περισσότερον εφοβήθη τας επικρίσεις των συμποτών του παρά την μέλλουσαν βάσανον όσης συνειδήσεως του είχε μείνη ακόμη. «Και αποστείλας ο βασιλεύς σπεκουλάτωρα, απεκεφάλισε τον Ιωάννην εν τη φυλακή». Και ούτω, κατά προσταγήν ακολάστου τυράννου, και κατ' εισήγησιν δύο ασελγών γυναικών, ο πέλεκυς έπεσε και η κεφαλή του ευγενεστάτου των προφητών απετμήθη.

Πολύ καλά έκαμες, του είπα, φίλτατε Εμπεδοκλή, και όταν μετ' ολίγον θα πετάξω πάλιν οπίσω εις την Ελλάδα, θα σου κάμω σπονδάς εις την καπνοδόχην μου και κατά την πρώτην του μηνός θα προσεύχωμαι ανοίγων τρεις φορές το στόμα προς την σελήνην. Μα τον Ενδυμίονα, είπεν ο Εμπεδοκλής, δεν ήλθα χάριν της αμοιβής, αλλά σ' ελυπήθη η ψυχή μου όταν σε είδα στενοχωρημένον.

Ημείς δε ήλθομεν εις Άγιον Γεώργιον διά ν' αποφύγωμεν τους Τούρκους! Και ούτε ο σύντεκνος εις το χωρίον ούτε ο κηπουρός μας, ημείς δ' εκεί εις τον δρόμον, απηυδημένοι, άνευ τροφής, άνευ καταφυγίου, άνευ οδηγού! Ο χωρικός μας ελυπήθη και μας εδέχθη εις την καλύβην του. Εισήλθομεν όλοι εντός αυτής και εκαθήμεθα περιμένοντες τον κηπουρόν. Από της πρωίας ήμεθα άσιτοι.

Ο μικρός Κλώσος τα είδεν όλα αυτά, και ελυπήθη διά το κρύψιμον των φαγητών και ανεστέναξε. Ο γεωργός ήκουσε τον αναστεναγμόν του και εφώναξε: — Ποίος είναι εκεί επάνω; Και είδε τον μικρόν Κλώσον. — Τι θέλεις εκεί; Έλα κάτω! Ο μικρός Κλώσος του είπε ποίος ήτο, και πώς έχασε τον δρόμον του, και τον παρεκάλεσε να τον αφήση να ξενυκτήση εις την οικίαν του.

Ο Καραϊσκάκης ελυπήθη διά την άρνησιν· μ' όλον τούτο απεφάσισε να βάλη εις πράξιν το περί της εκστρατείας ταύτης σχέδιον και χωρίς την σύμπραξιν του τακτικού. Αλλ' ο Καραϊσκάκης διά πλειοτέραν ασφάλειαν διέταξε να γενή έγγραφον υποσχετικόν περί της ευταξίας ταύτης, το οποίον υπογραφέν απ' όλους τους στρατηγούς και αξιωματικούς, παρεδόθη εις χείρας του.