United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ναι ω βασιλέα μου είπε ο Σιήφ Μολτούκ, ευρίσκονται κατά αλήθειαν από ημάς πλέον δυστυχείς, και δεν χρειαζόμεθα ημείς μίαν μεγάλην καρδίαν διά να υποφέρωμεν τες δυστυχίες μας· όσον δι' εμένα θέλω παρηγορηθή που δεν απόλαυσα την Αλγεμάλ· εσείς πρέπει, ακολούθησε χαμογελώντας να λέγη, αμοιβαίως πρέπει να παρηγορηθήτε, που εχάσατε τες αγαπητικές σας αν αυτές ζουν ακόμη, η θεωρία τους δεν θέλει ημπορέσει να έχη πλέον την ισχύν, που είχε πρώτον και διά τούτο ας παρηγορηθούμεν, και ας είμεθα ευχαριστημένοι εις εκείνο που ευρισκόμεθα, και ας υποφέρωμεν με γενναιότητα κάθε βάσανον, που ημπορεί να μας έλθη, στοχαζόμενοι πάντα πως κανείς δεν είναι χωρίς θλίψιν.

Το πταίσμα σου με θάνατον το τιμωρεί ο Νόμος, αλλά ο πρίγκηψ ο καλός, το μέρος σου επήρε, τον νόμον εχαλάρωσε προς χάριν σου, κι’ αλλάζει την μαύρην λέξιν θάνατον, 'ς την λέξιν εξορία. Σου είναι χάρις κ' έλεος αυτό, και δεν το βλέπεις; ΡΩΜΑΙΟΣ Δεν είναι χάρις· βάσανον και τυραννία είναι!

Αλλ' όταν ήκουσε τας φωνάς: «Προ Κρίστοόταν είδε την βάσανον απειραρίθμων θυμάτων, άτινα θνήσκοντα ωμολόγουν την πίστιν και εδόξαζον τον Θεόν, κατενόησεν ότι ήτο αμάρτημα και να ζητή τις χάριν! Εν τοσούτω παρεκάλει ακόμη, προσηύχετο με τα χείλη στεγνά: »Χριστέ! Χριστέ! λυπήσου την και ο Απόστολός σου δέεται δι' εκείνην! » Έπειτα έχασε τας αισθήσεις του και ελησμόνησε πού ευρίσκετο.

Η στομακάκη ης την βάσανον είχεν υποστή κατά την νεαράν αυτής ηλικίαν, δεν ηδύνατο να παραβλάψη και την όρασιν αυτής, αι αισθήσεις της δε ωξύνθησαν τοσούτω μάλλον, όσω τα φωνητήρια όργανα είχον αμβλυνθή. Η Σιξτίνα ησθάνθη κατ' αρχάς ασθενή παλμόν υποσείοντα το στήθος της, ότε είδε το πρόσωπον τούτο. Τη επαύριον ο παλμός μετεβλήθη εις σκίρτημα.

Είναι η Βασιλεία του Θεού· και αφού ο άνθρωπος δεν δύναται να λάβη το παραμικρόν δώρον από τον Σατανάν χωρίς να υποβάλη την ψυχήν του εις την βάσανον της υποταγής, η απάντησις εις πάντα πειρασμόν του είναι η απάντησις του Χριστού: «Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά. Γέγραπται γαρ: «προσκυνήσεις Κύριον τον Θεόν σου και αυτώ μόνω λατρεύσεις».

Εισερχόμενος προσεκύνει εδαφιαίως τον άρχοντα, ηυλόγει την οικοδέσποιναν, έτεινε τας χείρας ή την ζώνην προς ασπασμόν τοις υπηρέταις, είτα δε ετοποθέτει την Ιωάνναν επί τραπέζης και, ήρχιζεν η παράστασις. «Θυγάτερ, ηρώτα αυτήν, τι είνε γλώσσα; — Η μάστιξ του αέρος. — Τι είναι αήρ; — Το στοιχείον της ζωής. — Τι είναι ζωή; — Ηδονή τοις ευτυχούσι, βάσανον τοις πτωχοίς, θανάτου προσδοκία. — Τι είναι θάνατος; — Αποδημία εις αγνώστους όχθας. — Τι είναι όχθη;— Το όριον της θαλάσσης. — Τι είναι θάλασσα;.— Η κατοικία των ιχθύων.— Τι είναι οι ιχθύες; — Της τραπέζης αρτύματα. — Τι είναι άρτυμα; — Κατόρθωμα μαγείρου.

Διά την Φραγκογιαννού θα ήτο ευτύχημα, αν είχεν ειλικρινή απόφασιν να εξομολογηθή, να ευρίσκετο είς πνευματικός, όστις να την απήλλαττεν από τον κόπον και από το φοβερόν βάσανον του δισταγμού, λέγων «Αυτό κι' αυτό έκαμες!». Ήρκει να μη την απήλπιζεν, αλλά να ήτο ικανός να την βοηθήση και να την σώσηακόμη και εις τον πρόσκαιρον κόσμον, ει δυνατόν!

Σκύλλε! Αληθώς παρεφρόνησες! Ώρμησε κατά του Χίλωνος, του έδραξε τον πώγωνα με τας δύο χείρας, τον εκύλισε κατά γης και τον εποδοπάτησεν, επαναλαμβάνων με αφρίζοντα χείλη: — Θα αναιρέσης! Θα αναιρέσης τους λόγους σου! — Δεν δύναμαι, ώμοζεν ο Έλλην, υπό την πτέρναν του Τιγγελίνου. — Εις την βάσανον τον άνθρωπον τούτον!

Όπως ξέρ'ς η αγιωσύνη σ' τα γράμματα τσ' εκκλησιάς απ' όξω, παπά, έτσι κ' εγώ τα ξέρ' απ' όξω όλα τα λιμανάκια, τους κάβους, κη τσ' αμμουδιές, όλες της ξέρες κη τα γκρίφια κη τα θαλάμια. Και προσήγγισαν με πολύν κόπον και αγώνα και βάσανον, βρεγμένοι, θαλασσοπνιγμένοι, μισοπαγωμένοι. — Εκεί, εκεί διαναστάει;

Θα παίξω με την τέχνην μου την αγαθότητα του! Η γέννησίς μου μ' αδικείας με πλουτίση ο νους μου. Τολμώ τα πάντα, μου αρκεί να κάμω τους σκοπούς μου. ΓΟΝΕΡ. Τον έδειρε ο πατέρας μου τον άνθρωπόν μου λέγεις διότι του εμάλλωνε τον γελωτοποιόν του; ΟΣΒΑΛ. Ναι! ΓΟΝΕΡ. Βάσανόν μου είν' αυτός και νύκτα και ημέραν! Νέον ξεσπάνει άτοπον κάθε στιγμήν και ώραν και όλους μας αιώνια μας έχει άνω κάτω!