United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μυαλό δεν έχουν, αυτός ου κόσμους, θα πω, είπεν η θειά το Μαλαμώ. Τώρα οι αθρώποι γεινήκαν απόκοτοι. — Να είχανε τάχα τίποτα κ'μπάνια μαζί τσ'; είπεν η παπαδιά. — Ποιος του ξέρ'; είπεν η θειά το Μαλαμώ. — Θα είχανε, θα είχανε κουμπάνια, υπέλαβεν ο Πανάγος ο μαραγκός. Αλλοιώς δε γένεται. Πήγανε με τα ζεμπίλια τους γεμάτα. Και τουφέκι θα είχαν, και θηλειαίς στένουν για τα κοτσύφια.

Αλλά πάλιν έλεγε: — Ξέρ' κανένας, τι σκαρώνει ο Ζερζεβούλης;

Τάχα δεν άκουσε ποτέ πως βώδια στα λιβάδια έβοσκεν ο Διόνυσος, ο ώμορφος γυιός του Δία; Τάχα δεν ξέρ' η άπονη πως ένα βοϊδολάτη κ' η Αφροδίτη αγάπησε κ' ήταν τρελλή για 'κείνον και στης Φρυγίας τα βουνά γύριζε βοσκοπούλα, κι αγάπησε τον Άδωνι μέσ' στα πυκνά λαγκάδια και στα λαγκάδια τα πυκνά τον έκλαψεν εκείνη; Κι ο Ενδυμίων τι ήτανε; δεν ήταν βοϊδολάτης; μα τόσο τον αγάπησε κ' εκείνον η Σελήνη πούφευγεν απ' τον Όλυμπο κρυφά-κρυφά μονάχη και στις χαράδρες πήγαινε κ' επλάγιαζε μαζί του.

ΑΜΛΕΤΟΣ Καταλαλιαίς, Κύριε· φαντάσου, αυτό το ανδράποδο, ο σατυριστής , εδώ, λέγει ότι οι γέροντες έχουν τα γένεια στακτερά και το πρόσωπο ζαρωμένο· ότι τα μάτια τους ξερ- νούν πηκτήν άμπραν και δενδρόκομμι· ότι πάσχουν από φοβερήν έλλειψιν πνεύματος, και ότι τα μεριά τους είναι ζουριασμένα.

Στην στιγμή έτρεξαν κι' οι γειτόνοι, σήκωσαν τον ξένο στα χέρια και τον έβαλαν ψηλά στην προκόβα, πούχε στρωμένη η Κώσταινα, και τον σκέπασαν με την καινούργια την στέργα, ενώ ο προύχοντας, νομίζοντας ότι προσβάλλονταν η φιλοτιμία του, επέμενε να σηκώσουν τον άρρωστο και να τον πάνε στο σπίτι του, γιατί είταν προσκαλεσμένος του, και να μη τον αφήση να κοιταστή σε άλλο σπίτι, και μάλιστα στης φτωχότερης και της ορφανώτερης του χωριού, αλλ' η Κώσταινα δεν έστρεγε, και του είπε με μύτη: — Εδώ πώπεσε, αφέντη, ο άνθρωπος, εδώ και θα μείνη, κι' αν είμαι φτωχή, ο άντρας μ' να ζήσ'... ποιος ξέρ':..

Τότε γύριζε στο σπιτοκάλυβό της γελαστή και χαρωπή, σαν πάντα, με την καρδιά της γεμάτη ελπίδα, κουνώντας το κεφάλι της και λέγοντας: — Ποιος ξέρ' το μοναχό μ', πού να νυχτώθηκε! Δεν το άφηκε η κούραση του δρόμου να φτάσ' απόψε! Κι' αύριο μέρα του Θεού ξημερόν'! Αύριο έρχεται...... Αυτή η δουλειά εξακολούθησε χρόνια και χρόνια.

Διά τούτο η Σοφούλα, φαιδρότερου χαρακτήρας παρά η Δεσποινιώ, είπεν ευθύμως πως: — Κρίματο κολοβολάκι σ', κορίτσι μ'. Η κακομοίρα δεν ξέρει να πάρη τα ποδαράκια της. — Την χαλνάει ο καπετάν Μαθιός, παρετήρησεν η Δεσποινιώ, σεμνότερα πάντοτε. — Κείνος που ξέρ', κορίτσι μ', δεν χαλνιέται. Πώς έμαθον αυταί αι νεάνιδες να επικρίνωσι τον χορόν, αφού ποτέ των δεν εχόρευσαν!

Όπως ξέρ'ς η αγιωσύνη σ' τα γράμματα τσ' εκκλησιάς απ' όξω, παπά, έτσι κ' εγώ τα ξέρ' απ' όξω όλα τα λιμανάκια, τους κάβους, κη τσ' αμμουδιές, όλες της ξέρες κη τα γκρίφια κη τα θαλάμια. Και προσήγγισαν με πολύν κόπον και αγώνα και βάσανον, βρεγμένοι, θαλασσοπνιγμένοι, μισοπαγωμένοι. — Εκεί, εκεί διαναστάει;

Ξέρ' 'ς τίποτα κολλήγα; ηρώτα ενίοτε. Κι' εκεί που ο γέρων διεσκέδαζε θεωρών τον καπνόν του τσιμπουκίου του, έλεγεν ο ποιμήν: — Όποιος δεν πάει ς' την εκκλησιά, δεν θα φάγη γουρνόπουλα. Και μετ' ολίγον πάλιν έλεγε: — Νά, μόνον η κουμπάρα θα φάη. Τέλος του Μπάρμα-Σταύρου του ήλθε μικρός ύπνος.

Είνε αίμα σας, καθάριο αίμα σας και μη την περιφρονείτε. Μ' εκείνη θα ζήσετε· όχι μ' εμάς τους ξένους. Εκείνος τον ευχαρίστησε για τη συμβουλή μα στάθηκε επιφυλαχτικός. Δεν μπορούσε να του το υποσχεθή. Εχτιμούσε τις γνώσες και τη μεγάλη του πείρα· ακολουθούσε όμως την παροιμία της γενιάς του: Όσα ξέρ' ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρ' ο κόσμος ούλος.