United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μαθών ότι κάθε παρασκευήν βράδυ που μνημονεύουν τους κεκοιμημένους, αι πενθηφορούσαι γραίαι ήναπτον άφθονα κηρίααπό ένα δι' εκάστην ψυχήν τεθνεώτοςενεφαναίζετο ως φάντασμα κρυφά-κρυφά, και κατερήμαζε τα μανουάλια, κινών την βλάσφημον των γραιών γλώσσαν εναντίον του. Πρωίαν τινά όμως γέρων τις ναυτικός καλά του την κατάφερε!

Τάχα δεν άκουσε ποτέ πως βώδια στα λιβάδια έβοσκεν ο Διόνυσος, ο ώμορφος γυιός του Δία; Τάχα δεν ξέρ' η άπονη πως ένα βοϊδολάτη κ' η Αφροδίτη αγάπησε κ' ήταν τρελλή για 'κείνον και στης Φρυγίας τα βουνά γύριζε βοσκοπούλα, κι αγάπησε τον Άδωνι μέσ' στα πυκνά λαγκάδια και στα λαγκάδια τα πυκνά τον έκλαψεν εκείνη; Κι ο Ενδυμίων τι ήτανε; δεν ήταν βοϊδολάτης; μα τόσο τον αγάπησε κ' εκείνον η Σελήνη πούφευγεν απ' τον Όλυμπο κρυφά-κρυφά μονάχη και στις χαράδρες πήγαινε κ' επλάγιαζε μαζί του.

Ο κρεοπώλης, ο άγριος και εις την χαράν του, ο οποίος σφάζων αμνούς μέχρι της δύσεως του ηλίου δεν απηύδησε να φωνάζη: «Α και να πάμε ς' τον μπαρμπέρηκατά λάθος, φαίνεται, αφού εξεπούλησεν, εισελθών εις το γειτονικόν καπηλείον άναψε τα καντήλιαΠάσχα ξημέρωνε, βλέπετε, — και γεμίζων μίαν παμπάλαιαν κ' εσκωριασμένην πιστόλαν, από τον καιρόν του Καρατάσου, ήνοιγε κρυφά-κρυφά την θύραν του καπηλείου και προεώρταζε την Ανάστασιν, πυροβολών κρατερώς και επιμόνως.

Ταύτα πάντα παρέσχον αυτώ υπονοίας περί των ξένων και εθεώρησε φρόνιμον να κυλίση τον κατήφορον κρυφά-κρυφά, διά να γνωστοποιήση τας υπονοίας του εις τον ηγούμενον. Διά τούτο αναζητηθείς τότε ο θυρωρός υπό των ληστών, περιφρονησάντων αυτόν διά το ανάστημά του κατά πρώτον, δεν ευρέθη. Και ιδού ότι ο άνθρωπος ουδένα πρέπει να περιφρονή εις αυτόν τον κόσμον.

Ποσάκις δακρύων εξ αγνώστου χαράς έμεινα κρυφά εις την γωνίαν εκεί κάτω ακίνητος, ως ο φιλάργυρος ο φοβούμενος μη κλέψωσι τον θησαυρόν του· έμεινα να βλέπω κρυφά-κρυφά την τρυφεράν αυτήν του Επιταφίου πομπήν, κατερχομένην από τον ανήφορον, εισπνέων βαθέως εν άσθματι ως εντός κήπου ανθέων, ως να ήθελον να ροφήσω διά μιας όλην εκείνην την μαρμαρυγήν, ως να ήθελον να χορτάσω όλην εκείνην την αχόρταστον μαγείαν!

Από τα μικρά του χρόνια τίποτε άλλο δεν εζήλευσεν εις αυτόν τον κόσμον ο Μανώλης παρά την θάλασσαν. Παις ακόμη, παιδάριον δεκαετές, ξεσκούφωτον, ξυπόλυτον, ξεμανίκωτον, κρυφά-κρυφά, εξετρύπωνεν από την πορτίτσαν του κατωγίου, σαν κοτόπουλο, όταν η μητέρα του έλειπεν εις τον φούρνον, και ίσα εις την θάλασσαν, να παίξη εις το γιαλό τα ψωμάκια, να πιάση καβούρια, να καραβίση.

Γράμματα δεν ήξερε, μα σα βρισκότανε μοναχή της, τώβγαζε κρυφά-κρυφά απ' τον κόρφο της και το διάβαζε χωρίς να ξεχωρίζη τα γράμματα. Τι τα ήθελε τα γράμματα; Το διάβαζε με την καρδιά της. Η αγάπη της έβαζε μέσα και λόγια που δεν τα είχε το γράμμα. Μα από μέσα της ήξερε πως το αληθινό γράμμα ήταν αυτό που διάβαζε μοναχή της, μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. «Από κει θα σας γράψω πάλι.

Ο Ξενιτεμένος μας, βλέποντας ότι η γυναίκα του κοιμάται με άλλον άντρα, έγεινε έξω φρενών, σηκώθηκε κρυφά-κρυφά με μια μαχαίρα στο χέρι για να τους σκοτώση και τους δυο εκεί που κοιμώνταν στο ίδιο προσκέφαλο, αλλά τη στιγμή, που θα έμπηχνε τη μαχαίρα απάνω τους, τούρθε η τρίτη συμβουλή στο νου του: «&Τη δουλειά, που μέλλεις να κάνης θυμωμένος άφησε τη γι' αύριο

Πες μου, τι πράμα είν' αυτό το κόκκινο μπροστά σου: μήπως και σου κουρέλιασε κανένας τ' απαυτά σου; ΑΝΗΡ Και το δικό σου φόρεμα πού είνε; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Δεν το βρήκα, τι να σου 'πω; στα στρώματα δεν πέτυχα μανδύα. ΑΝΗΡ Δεν είπες στη γυναίκα σου να ψάξη; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μα τον Δία, δεν ήταν πειά κοντά μου• ξετρύπωσε κρυφά-κρυφά από την κάμερά μου, και τρέμω μήπως έχουμε νεώτερα παιγνίδια•

Μόλις δύνανται να εξακολουθήσωσι την πορείαν. Προχωρούσι προς την οικίαν της νεάνιδος, εγγύς του στοιχειωμένου μεγάρου, και μετά δέους, κρυφά-κρυφά, ρίπτουν τα όμματά των προς τον όγκον εκείνον, όστις εξηκολούθει να φωτίζεται εν υπερβαλλούση λαμπρότητι. Και συγχρόνως ακούονται γέλωτες χαράς κ' ευφροσύνης, ως γάμου βοή.