United States or United Arab Emirates ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Ξενιτεμένος μας, βλέποντας αυτό το κόψιμο του ψωμιού, που μπορούσαν να φαν χίλιοι άνθρωποι κι' όχι δύο μοναχά, παραξενεύτηκε, και αν και τούρθε να ρωτήση τον άρχοντα, για ποια αιτία κόφτουν τόσο ψωμί, ενώ δε χρειάζονταν πλειότερο από δυο κομμάτια να φαν στο τραπέζι αυτός κι' εκείνος, αμέσως θυμήθηκε τη δεύτερη συμβουλή: «&Μην ανακατεύεσαι ποτέ στες δουλιές του αλλουνούκι' είπε μέσα του: — Εγώ δούλεψα εφτά χρόνια γι' αυτή τη συμβουλή και να μην την ακολουθήσω; Είναι κρίμα.

Τι σ' έκαμε και ξέπεσες ως εδώ, τονε ρώτηξα μια φορά. — Τι σ' έκαμε κ' ήρθες του λόγου σου! Να! τύχη γύρευα κ' ήρθα. — Και πότε λες να ξαναγυρίσης να τους δης τους δικούς σου; Είμουν πέντε χρόνια ξενιτεμένος σα συχωρέθηκε η μάννα μου· πατέρα δε γνώρισα. Ταδέρφια μου σκορπιστήκανε δω και κει, και πια δεν τάκουσα. Τι να πάω να κάμω εκεί τώρα! Εμένα οι δικοί μου είνε τώρα εδώ.

Εκείνη τη στιγμή η γυναίκα έλεγε στον παρακοιμώμενό της: — Σήκου, παιδί μου, γιατ' έφεξε... Έβλεπα στον ύπνο μου, πως ήρθε ο πατέρας μου από την Ξενιτειά... Ακούοντας αυτά τα λόγια ο Ξενιτεμένος μας, πετάει τη μαχαίρα πέρα, και ρίχνεται απάνω στο παιδί του σα ζουρλός, λέγοντας: — Αλήθεια είταν τ' όνειρο σου! Ήρθε ο πατέρας σου από τη Ξενιτειά! Είμαι εγώ!

Μήνες πέρασαν από το θάνατο της δόλιας της Μάννας, την άνοιξη δέχτηκε το καλοκαίρι, και το καλοκαίρι ο χινόπωρος, και το χινόπωρο, ο χειμώνας. Ο ξενιτεμένος ο Βασίλης δεν ακούονταν πουθενά, Τώχουν σύστημα οι ξενιτεμένοι, όταν βουλιώνται ναρθούν, κόβουν τα γράμματα.

Κατέβηκε ο ξενιτεμένος, ο γυιός της γριάς κι' ο πατέρας της τσιούπρας, από τ' άλογό του, και μάνα και παιδί, πατέρας και τσιούπρα και βάβω κι' αγγονιά, εγειναν κι' οι τρεις ένα δυσκολοχώριστο σύμπλεγμα αγάπης και πόνου, χαράς κι' ευφροσύνης.

Σιδερένιο κορμί ο γέρος ο Τραμουντάνας και κοκκαλιασμένη ψυχή. Ξενιτεμένος κι αυτός από μικρός. Τι τον έβγαλε από τον τόπο του, δεν είταν και δύσκολο να ταπομαντέψης.

Όταν έβρασε ο πετεινός και κάθισαν στο τραπέζι να φαν, ο Ξενιτεμένος μας έβγαλε από το σακκούλι του τα τρία ψωμιά, που τούχε δώσει ο αφεντικός του, και κόβοντας τα στη μέση, ηύρε στο καθένα από εκατό φλωριά, ήτοι όλους τους μιστούς των είκοσι ενός χρόνων πούχε δουλέψει! Όταν απόφαγαν, έκαναν το σταυρό τους και πλάγιασαν, ο Ξένος από τη μια τη μεριά και η γυναίκα του από την άλλη, μαζύ με τον νέο.

«Άμα το ξεκάμπισα το Χωριό μου, έρριξα μια βαρυγιόματη ντουφεκιά, για να νοιώσουν οι χωριανοί, ότι «ξενιτεμένος έρχεταικι' από τον πολύν τον βρόντο τρεις φορές αχολόγησαν τα λαδώματα, οι ρεματιές και τα βουνόπλαγα.

Κι' έτσι έβλεπε το κόψιμο του ψωμιού και δεν έλεγε τίποτε. Αλλ' ο άρχοντας βλέποντας τον έτσι απερίεργο, τον ρώτησε: — Δεν βλέπεις τίποτε παράξενο εδώ μέσα; — Όχι! Του απάντησε ο Ξενιτεμένος. Πάλι τον ερώτησε το ίδιο ο άρχοντας και πάλι αυτός του απάντησε το ίδιο. Τον ρώτησε και τρίτη και τετάρτη φορά και την ίδια την απάντηση λάβαινε.

Μια βαρειά ντουφεκιά έπεσε στον αυλόγυρο της κάκως της Μήτραινας, που βρόντησε όλο το Χωριό. Η χαρά της κάκως της Μήτραινας, ούτε γράφεται ούτε μολογιέται! — Μωρέ τι τρέχει; Έλεγε ο ένας στον άλλο. — Κάποιος ξενιτεμένος θάρθε! Απολογιώνταν. Σε λίγο όλο το Χωριό έμαθε, ότι ήρθε ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας από τα Ξένα, κι' έτρεξαν να τον καλωσορίσουν.