United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε είδε και ο Μπαρμπαρέζος τον Μανώλην και συνεχάρη τον πατέρα του. — Αφερίμ, κουμπάρε Νικολή. Να τόνε χαίρεσαι το γυιό. Διπλός άντρας κατασταίνεται. — Άντρας ο κύρης, άντρας κι ο γυιός, είπεν ο Σαϊτονικολής γελών. — Εφταΐδιος ο ραμετλής ο κύρης σου, κουμπάρε Νικολή.

Επιστρέφοντας ο γυιός ο μεγάλος από την Βλαχία, και πηγαινάμενος στην Σκόπελο, ηύρε 'κείνην που ήθελε να πάρη του κεφαλιού του πεθαμμένη, κ' ήλθεν εδώ με πένθος μεγάλο και με λύπησι, κ' επειδή τον έπιπτεν η συνείδησίς του, ήθελε να κάμη τον λόγο μου, να πάρη την Ουρανίτσα, μη ξεύροντας πως εγώ την είχα δώσει του γυιού μου του Λογιωτάτου.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Φεύγεις; γιατί εγώ ευθύς θα σε τσακίσω κεντώντας σ' από πίσω, σαν άλογο ζευγμένο απ' όξω απ' το ζυγό! ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ Τι είνε ν' αγαπά κανείς τα πράματα πούνε κακά! Θαρρώ πως γρήγορα θα βρη εκείνο που γυρεύει: ήθελε νανε ικανός ο γυιός του, ν' αγορεύη, κι' όλα τα δίκηα να νικά με εναντία γνώμη, λέγοντας και παμπόνηρα, μ' όσους βρεθή, ακόμη. ΣΚΗΝΗ ς'. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Ναι, πατέρα.

Πατέρα, θα τον κρατήσης και ο γυιός σου κατόπιν θα τον κρατήση κατόπιν σου. Στον Βασιληά Μάρκο θα δώσω το σώμα μου. Θ' αφήσω αυτόν τον τόπο, αν και μου είναι πολύ αγαπητός, και θα πάω να υπηρετήσω τον κύριό μου τον Βασιληά Μάρκο της Κορνουάλλης. Αυτή είναι η σκέψις μου.

Εις το ωραίον στάδιον, που άρχισεν ο γυιός της τραβώντας ίσα προς το αξίωμα του μυστικοσυμβούλου και του πρέσβυ, να τον ιδή διά μιας να σταματά, και να γυρίζη πίσω με το ζώον εις τον σταύλον!

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Τι τα θέλει να τα ξέρη; όλ' οι νέοι πέρα-πέρα κάθε μεγαλήτερό τους θα τον λένε και πατέρα. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Κ' επειδή δεν θα γνωρίζουν τους πατέρας τους και πάλι, κάθε γέρο θα τον πνίγουν με ευγένεια μεγάλη, αφού γι' άλλο δεν φροντίζει κάθε γυιόςαυτήν τη χώρα παρά μόνο πως να πνίγη τον πατέρα του και τώρα.

Ο γυιός ήτανε παππάς και μάλιστα γούμενος και η μάννα καλογρηά! Το εξωτερικό τους δε πολύ ευπρόσωπο. Εκείνος με καινούριο ράσο, χοντρός, προκοίλης, κόκκινος, με μεγάλα, βαθυγάλαζα, ψυχαλιστά μάτια και με καστανή, πυκνή γενειάδα.

ΚΡΕΟΥΣΑ Ώ συ, αιθέρα μου λαμπρέ, άπειρε! ποία λόγια να σου φωνάξω; από που η ανέλπιστη ηδονή μου έρχεται αυτή, και ποιος θεός τέτοια χαρά μου δίνει; ΙΩΝ Τα εφαντάσθηκα όλα αυτά, μητέρα μου, και πρώτα, προτού ακόμα μάθω εγώ πως είμαι γυιός δικός σου. ΚΡΕΟΥΣΑ Αχ, τρέμω από το φόβο μου. ΙΩΝ Δεν έχεις τώρα εμένα; ΚΡΕΟΥΣΑ Τόσος καιρός επέρασε χωρίς καμμιάν ελπίδα.

Αν δεν την πάρω μάνα μου, γλήγορα θα με κλάψης ................................................. — Για σου χαρά σου. Γεώργενα. — Καλώς την την Γιαννούλα. — Γιώργενα, την Αναστασιά, την ακριβή σου κόρη, 'Στόν ζηλεμμένον Μήτρο μου δε μου την δίνεις νύφη; — Από μικρή, Γιαννούλα μου. την έχω αλλού ταμμένη. — Ο γυιός μου την αγάπησε.

Σκότωσέ με Πάτα με στο λαρύγγι με τη φτέρνα σου. . . Θανάτωσέ με!. . . Ήσουν λιγνός και καστανός, μυγδαλωμάτης, ο γυιός του Ηλιογέννητου και της Κρινάτης λεβέντης του λουτρού, ο χαϊδεμένος του Σταδίου, όπως σε παραστένουν τα μωσαϊκά της εκκλησιάς σου, ορθόν στην χρυσοκεντημένη φορεσιά σου, με το τετράγωνο ταβλίο δοξασμένου Πατρικίου.