United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΚΡΕΟΥΣΑ Ώ συ, αιθέρα μου λαμπρέ, άπειρε! ποία λόγια να σου φωνάξω; από που η ανέλπιστη ηδονή μου έρχεται αυτή, και ποιος θεός τέτοια χαρά μου δίνει; ΙΩΝ Τα εφαντάσθηκα όλα αυτά, μητέρα μου, και πρώτα, προτού ακόμα μάθω εγώ πως είμαι γυιός δικός σου. ΚΡΕΟΥΣΑ Αχ, τρέμω από το φόβο μου. ΙΩΝ Δεν έχεις τώρα εμένα; ΚΡΕΟΥΣΑ Τόσος καιρός επέρασε χωρίς καμμιάν ελπίδα.

αυτόν τότε ο πολύβουλος απάντησε Οδυσσέας• «Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, πότε καιρός λόγων πολλών, πότε καιρός του ύπνου• αλλ' αν ποθείς, είμ' έτοιμος να σου ιστορήσω ακόμη 380 αλλ' απ' αυτά φρικτότερα, των φίλων μου τα πάθη, όσοι κατόπι εχαθήκαν• αυτοί 'που, αφού σωθήκαν από τον πολυστένακτον των Τρωαδιτών αγώνα, 'ς τα γονικά τους έχασε κακότροπη συμβία.

Λοιπόν, καλέ μου και λαμπρέ μου, να παραδεχθώμεν ότι συ φρονείς ότι αγνοούν και ενώ πρέπει να επιμελούνται αμελούν από άγνοιαν, ή ότι, αν και γνωρίζουν ότι οφείλουν, όμως κάμνουν καθώς λέγουν διά τους προστυχωτέρους ανθρώπους, οι οποίοι, αν και γνωρίζουν ότι άλλα είναι τα καλλίτερα παρά αυτά που κάμνουν, όμως δεν τα κάμνουν, διότι κάπως νικώνται από τας ηδονάς ή τας λύπας;

Αυτά 'π' ο Αλκίνοος και αρεστόςόλους εφάνη ο λόγος. τότε εις το σπίτι του καθείς επήγε να πλαγιάση. εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, του όρθρου κόρη, και το γενναίο χάλκωμα μες το καράβι εφέραν• και ο σεβαστός Αλκίνοος κατέβη και με τάξι 20 τα 'θεσε κάτω απ' τα ζυγά, μη κάποιος των συντρόφων εμπόδιο τα 'χη, όταν με ορμή θε να κουπηλατήσουν• κ' εκείνοι επήγαν να χαρούν το γεύμα 'ς τ' Αλκινόου• και αυτός βώδι τους έσφαξε, θυσίαν του Κρονίδη, του μαυρονέφελου Διός, όπ' όλων βασιλεύει. 25 και αφού καήκαν τα μεριά, 'ς το θαυμαστό τραπέζι ευφραίνονταν και ανάμεσα έψαλν' αοιδός ο θείος, λαοτίμητος Δημόδοκος• ωστόσ' ο Οδυσσέαςτον ήλιο, 'πώλαμπ', έστρεφε συχνά την κεφαλήν του, πότε να δύση, απ' τον καϋμό να φθάσ' εις την πατρίδα• 30 και ως είναι ο δείπνος ποθητόςαυτόν 'πώχει ολημέρα δυο βώδια μαύρα οπού τραβούν τρανότο νειάμ' αλέτρι• με χαρά βλέπει αυτός του ηλιού την λάμψιν οπού σβυέται, και ως για τον δείπνο ξεκινά τα γόνατα τού τρέμουν• παρόμοια χάρηκ' ο Οδυσσηάς ο ήλιος άμ' εσβύσθη• 35 και των Φαιάκων είπ' ευθύς κ' εξόχως του Αλκινόου• «Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, τώρ' άμα κάμετε σπονδαίς, εμένα εις την πατρίδα άβλαπτον αποστείλετε και χαίρετε και ατοί σας. ότ' ήδη ετελειωθήκαν όσά 'θελε η ψυχή μου, 40 προβόδισμα και αγαπητά δώρα, να τα ευλογήσουν οι ουρανοκάτοικοι θεοί, και ναύ'ρω εις την πατρίδα την άψεγη γυναίκα μου, και όλους τους ποθητούς μου• και σεις, οπού δω μένετε, χαρά των γυναικών σας να ήσθε και των τέκνων σας, κ' οι αθάνατοι ας σας δώσουν 45 κάθε καλό και συμφορά κοινή να μη σας εύρη».

Αλλ' άραγε εκείνα τα οποία συ γνωρίζεις ακριβέστερον από κάθε άλλον να τα αναλύης, δηλαδή την δύναμιν των γραμμάτων και των συλλαβών και των ρυθμών και των αρμονιών; Ιππίας. Ποίας αρμονίας, και γράμματα, λαμπρέ μου άνθρωπε; Σωκράτης. Τότε λοιπόν ποία είναι αυτά που ευχαριστούνται να ακούουν από σε και σε επαινούν; ειπέ μου συ ο ίδιος, αφού εγώ δεν ημπορώ να το εύρω. Ιππίας.

Αλλά τι επάθατε; Φεύγετε; Ιδέτε πώς κατακρημνίζονται οι περισσότεροι διά να φύγουν το ταχύτερον. Πάρετε οι υπηρέται την πήραν την οποίαν έρριψεν ο Κυνίσκος ενώ έφευγε και φέρετέ την εδώ διά να την ίδω τι περιέχει. Βέβαια θα περιέχη λούπινα ή κανένα βιβλίον ή καμμίαν στακτόπητταν. ΦΙΛΟΣ. Εύγε, λαμπρέ φιλόσοφε.

Νομίζω ότι και απ' εδώ ο φίλος αυτήν την γνώμην έχει. Και πώς αλλέως δηλαδή ημπορούσε, λαμπρέ μου άνθρωπε, να απαντήση οποιοσδήποτε Λακεδαιμόνιος; Αλλά τόρα άραγε μόνον εις πόλιν με πόλιν είναι τούτο ορθόν, εις χωρίον όμως με χωρίον άλλο είναι το ορθόν; Διόλου μάλιστα. Αλλά; Το ίδιον; Μάλιστα.

ΗΡ. Δεν σου φαίνεται ότι όλοι είνε ομοίως σύνθετοι από δύο, ψυχήν και σώμα; ώστε τι εμποδίζει η μεν ψυχή να ευρίσκεται εις τον ουρανόν, αφού προήρχετο εκ του Διός, εγώ δε το θνητόν μέρος μετά των νεκρών; ΔΙΟΓ. Αλλά, λαμπρέ μου Αμφιτριωνίδη, αυτά θα ήσαν λογικά, αν ήσουν σώμα, ενώ τώρα είσαι ασώματον είδωλον• επομένως κινδυνεύεις τώρα να κάμης τριπλούν τον Ηρακλή. ΗΡ. Πώς τριπλούν;

Διότι έως τόρα, λαμπρέ μου άνθρωπε, μου έδειξαν τοιαύτας διαθέσεις, ώστε, σε βεβαιώ, ήσαν έτοιμοι να με δαγκάσουν, καθ' ην στιγμήν αποσπώ από την ψυχήν των καμμίαν φλυαρίαν, και νομίζουν ότι αυτό εγώ δεν το κάμνω διά το καλόν των.

ΕΡΜ. Πέρνα, Μένιππε, λαμπρέ άνθρωπε, και έχε την πρώτην θέσιν πλησίον του πλοιάρχου, εις το υψηλότερον μέρος του πλοίου διά να βλέπης όλους τους συμπλωτήρας. Αυτός δε ο ωμορφονιός ποίος είνε; ΧΑΡ. Χαρμόλεως από τα Μέγαρα, ο αξιέραστος, ο οποίος διά κάθε φίλημα ελάμβανε δύο τάλαντα.