United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ω, ποία κωμωδία! και ποία γελοία και ανόητος ικάρειος πτήσις επί σφαίρας αιωνίως κινουμένης, και αιωνίως μεταβαλλούσης θέσιν, αλλά και αιωνίως επανερχομένης εις το αυτό. Ναι· ποία κωμωδία, διαρκής και μονότονος, με την οποίαν, όσοι την ανεγνώρισαν ως τοιαύτην, εγέλασαν, και όσοι την εξέλαβον ως δράμα, έκλαυσαν πολύ. Τι πρώτον και τι ύστερον ν' αφηγηθώ· τι ύστερον και τι πρώτον να ιστορήσω!

Βγήκαμε και τονε φέραμε μέσα. Αχ, και πώς να το ξεχάσω το πικρό του χαμόγελο! Πρέπει νάμειν' έτσι το πρόσωπό του από τη στιγμή που έπεσα πάνω του και τον πασπάτευα να δω α ζούσε ακόμα. Πού να την ιστορήσω την ανιστόρητη εκείνη τη νύχτα, παιδί μου! Αποφασίσαμε να μείνουμε, και να μη φύγουμε.

Εσένα κράζω βοηθόν στης συγγραφής τη ύλη. Λάμψε σ' εμένα φωτεινή, κι' οδήγα το κοντύλι, Να δυνηθώ με των Μουσών τη γλώσσα και τον τρόπον 15 Να ιστορήσω, όσα ειπώ, ν' αρέσου των ανθρώπων.

Η δυνατότερη αγάπη είναι κείνη που φέρνει πόνο, ίσια ίσια γιατί γίνεται πάντα δυνατότερη. Μα θέλω να τα ιστορήσω εξαρχής και να διηγηθώ όλα όσα κλείνει το βιβλίο αυτό, όπως διηγούνται ένα όνειρο. Κι όσο κι αν φαίνεται παράξενο στον αναγνώστηόλα αυτά δεν είναι τίποτες άλλο παρά το βιβλίο, που με παρακάλεσε να γράψω ο μικρός αδερφός.

Οπού το παν εξιστοράς σ' ενού μυαλού τον τόπο, Ήτε κοιμάται ή αγρυπνάει, χωρίς κανέναν κόπο. Οπού τεχνών κι' επιστημών και συστημάτων βρύσι, Ζωγράφος είσαι λογιαστός στη λογιαστή τη φύσι. Εσένα κράζω βοηθόν στης συγγραφής την ύλη. Λάμψε σ' εμένα φωτεινή, κι' οδήγα το κοντύλι, Να δυνηθώ με των Μουσών την γλώσσα και τον τρόπον Να ιστορήσω, όσα ειπώ, ν' αρέσου των ανθρώπων.

αυτόν τότε ο πολύβουλος απάντησε Οδυσσέας• «Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, πότε καιρός λόγων πολλών, πότε καιρός του ύπνου• αλλ' αν ποθείς, είμ' έτοιμος να σου ιστορήσω ακόμη 380 αλλ' απ' αυτά φρικτότερα, των φίλων μου τα πάθη, όσοι κατόπι εχαθήκαν• αυτοί 'που, αφού σωθήκαν από τον πολυστένακτον των Τρωαδιτών αγώνα, 'ς τα γονικά τους έχασε κακότροπη συμβία.

Πώς να μην τη θυμηθώ την πρωτοχρονιά εκείνου του χρόνου, που φυσούσε η νοτιά σα δαιμονισμένη, η θάλασσα φούσκωνε σα να ήθελε να μας καταπιή, τα κεραμίδια πέφτανε σα χαλάζι, σφύριζαν τα παράθυρα, και το σφύριγμά τους ανεβοκατέβαινε σαν τσιριχτό γυναίκας που την έπιασαν πόνοι... Τη θυμούμαι, κι ως τόσο το νοιώθω πως φοβάσαι να μη σου τα ιστορήσω τα τραγούδια που τραγουδήσαμε, τα ρόδια που σπάσαμε, τις μερίδες που κόψαμε, τα λιόφυλλα που ρίξαμε στη φωτιά να πηδήξουν και να μας πουν την καλή μας τη μοίρα.