Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Έρχετ' άξαφνα ο Κωσταντής, και με χαιρετάει από μακριά και μου λέει «Περβάτησ', Αρετούλα μου, κ' η μάννα μας σε θέλει».— «Αλλοίμον' αδερφάκι μου» του κράζω «και τι νε τούτ' η ώρα! Ανίσως κ' είνε για χαρά, να βάλω τα χρυσά μου Κι αν είνε πίκρα, πες μου το, νάρθω καταπώς είμαι». Και μου λέει «Έλα καταπώς είσαι» . Κι ανεβαίνω μαζί του τάγριο τάλογο, και σύραμε σα σύννεφα κ' ήρθαμε.
ΚΕΝΤ Τι τους επικαλείσαι εις μάτην τώρα τους θεούς; ΛΗΡ σύρων το ξίφος. Ω άπιστε προδότη! ΔΟΥΞ ΑΛΒΑΝΙΑΣ και ΚΟΥΡΝΟΥΑΛΛΗΣ Ησύχασε, αυθέντα μου! ΚΕΝΤ Φόνευσε τον ιατρόν σου να ιατρευθή το πάθος σου ! Πάρε τα δώρα 'πίσω, ή όσον 'βγαίνει μια φωνή από τον λάρυγγά μου θα κράζω: Έκαμες κακά! ΛΗΡ Προδότη, άκουσέ με!
Αυτό λαμβάνει την μορφήν μου, και θέλει να πιστευθή μία άλλη ωσάν εμένα, και το επέτυχεν· εσύ δεν με γνωρίζεις πλέον με το να με ανακατώνης με εκείνο, στοχάσου με, σε παρακαλώ, αν ακόμη σου είμαι ακριβή, η καρδιά σου πρέπει να με διαχωρίση αναμέσον της πλάνης, που απατά τα μάτια σου, και κράζω εις μάρτυρα τον Προφήτην ότι εγώ είμαι η βασίλισσα η συμβία σου.
Τα γόνατά μου εμπρός σου, Να, πέφτουν· το υπερήφανον Κεφάλι μου, που αντίκρυ Των Βασιλέων υψόνετο, Την γην εγγίζει. Ιδού ευλαβείς οι Έλληνες Σκύπτουσιν όλοι· πρόσταξε, Κ' επάνω μας ας πέσωσιν Η Φλόγες της οργής σου Αν συ το θέλης. Πλην πολυέλεος είσαι. Και βοηθόν σε κράζω. . . . Βλέπω, βλέπω εις την θάλασσαν Πετώμενον τον στόλον Αγρίων βαρβάρων.
Οπού το παν εξιστοράς σ' ενού μυαλού τον τόπο, Ήτε κοιμάται ή αγρυπνάει, χωρίς κανέναν κόπο. Οπού τεχνών κι' επιστημών και συστημάτων βρύσι, Ζωγράφος είσαι λογιαστός στη λογιαστή τη φύσι. Εσένα κράζω βοηθόν στης συγγραφής την ύλη. Λάμψε σ' εμένα φωτεινή, κι' οδήγα το κοντύλι, Να δυνηθώ με των Μουσών την γλώσσα και τον τρόπον Να ιστορήσω, όσα ειπώ, ν' αρέσου των ανθρώπων.
Η βασιλοπούλα εις τούτα τα λόγια είπε· κράζω εις μαρτυρίαν τον Ουρανόν, ότι δεν βλέπω παρά με μεγάλην μου θλίψιν να αποθαίνουν τόσα βασιλόπουλα.
Εγώ ακούοντας τέτοια λόγια από τον ζευγίτην έτρεξα ευθύς να ιδώ τον υιόν μου· τον αγκαλιάζω, τον φιλώ, όμως αυτός δεν ηδύνατο να μου αποκριθή· κράζω ευθύς την θυγατέρα του ζευγίτου, την παρακαλώ και της τάζω όλα μου τα υπάρχοντα, αν ημπορή να μεταμορφώση τον υιόν μου εις την πρώτην του μορφήν.
Η ασέβεια τον τύραννον γεννά, που απ’ τ’ ανομήματα είναι γεμάτη άδικα ας είν’ και ασύμφορα στον ίδιον τον εαυτό της. Και αφού την υψηλότατην κορφήν ανέβη, πέφτει στην πιο δεινή τη στενοχώρια όπου και το γοργότατο δεν την βοηθεί το πόδι. Και στον θεόν εύχομαι, κάποτε τον άφαντο φονιά του Λαΐου να φανερώση. Τον θεόν παρακαλώ κράζω βοηθόν πάντα εγώ πάντα. Στροφή β΄
Διότι μίαν βραδειάν, γυρίζοντας από μίαν συναναστροφήν φίλων και φθάνοντας εις το σπήτι μου, κτυπώ την πόρταν και κανείς δεν μου αποκρίνεται ούτε μου ανοίγει. Κράζω την βασιλοπούλαν, και αυτή δεν αποκρίνεται εις την φωνήν μου. Τρέχω εις όλα τα μέρη του σπητιού, και μην ευρίσκοντάς την, έπεσα αποκαμωμένος εις τες αγκάλες ενός γείτονός μου.
Όπιος καλά με στοχαστή, Παραπολύ θα θιαμαχτή, Πως ζιώ με τόσα πάθη, Σε τέτιας θλίψις βάθη. Ρίχνω τα μάτια εκεί κι' εδώ, Μη τύχη, φως μου, και σε ιδώ. Συχνά συχνά σε κράζω, Του κάκου σε φωνάζω. Το τέλος πιο; δεν το θωρώ. Πώς θέλα γένω, απορώ. Υπομονή σ' εμένα Γυρεύω στα χαμένα. Φθορά λοιπόν κι' αφανισμός, Ο εδικός σου χωρισμός· Χωρίς εσέ να ζήσω, Ποτέ να μην ελπίσω!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν