United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ω φαντασία ζωντανή, που στα μυαλά φωλιάζεις· 5 Κι οπού με χέρι δυνατό κρατάς και τα υποτάζεις. Οπού σοφών και παλαυών εσύ το νουν ορίζεις, Τους στοχασμούς τους, κυβερνάς. τα έργα τους διορίζεις. Οπού το παν εξιστοράς σ' ενού μυαλού τον τόπο, Ήτε κοιμάται ή αγρυπνάει, χωρίς κανέναν κόπο. 10 Οπού τεχνών κι' επιστημών και συστυμάτων βρύσι, Ζωγράφος είσαι λογιαστός στη λογιαστή τη φύσι.

Τα ξένα αγκάθια οπού είπες, Λογιότατε, η χρεία και η συνήθεια τα μεταμορφόνουν σε άνθια. μήτε ημπορούμε να υποθέσωμε γλώσσαν στον κόσμον, οπού να μην έλαβε τα αγκάθια χώρια ενού γένους, οπού σε καμμίαν εποχήν του να μην ανακατώθηκε με άλλο, και να μην απόχτησε από ταις ιδέαις του, και να μην εδανείστηκε λέξαις του για να της παραστήση, πράμμα αδύνατο να το ξέρωμε από ιστορίαν.

Ταξίδεψα κάποτε, — μας έλεγε ο Μήτρος, — με τη δασκάλα ενού χωριού. Ο δρόμος μας ήτον μακρινός, κ' είχαμε συντροφιά τον αγωγιάτη μας, δυο μεσόκοπους πεζούς κ' ένα νιοστεφανωμένο αντρόγυνο. Η δασκάλα τότε πρωτοπήγαινε στο χωριό, ύστερ' από τέσσερα πέντε χρόνια που μαθήτευε στα σχολειά του Κεστοράτη.

Στερνά, με χρόνια, με καιρούς, εξάνοιξε μια μέρα Πέραάκρη τ' ουρανού, 'ς ενού βουνού κορφούλα, Βουνού ψηλού και μακρινού, μέσ' σε γαλάζια αντάρα Χτίριο ψηλό κι' ολόλευκο, σαν στοιχειμένον πύργον, 'Σάν ερημόκκλησο παληό, σα ερημικό παλάτι.

ΑΛΟΝΖ. Ανίσως αυτό που βλέπω καταντήση πάλι έν' από τα δράματα του νησιού, θα χάσω δεύτερη φορά τακριβό μου τέκνο! ΣΕΒΑΣΤ. Ω μέγα θαύμα! ΦΕΡΔΙΝ. Η θάλασσα, ναι, φοβερίζει, αλλά σπλαχνίζεται· αδίκως την εκαταράστηκα. ΑΛΟΝΖ. Α! όλες η ευχές ενού πασίχαρου πατρός να σε περιζώσουν! Σήκω, και λέγε πως ήρθες εδώ. ΜΙΡ. Ω θαύμα! Ιδές πόσα καλά πλάσματα! Ώμορφη που είναι η ανθρωπότης!

Το αξίωμα όσα δίνει 965 Στην υπόληψιν ενού, Μόνε λείψη τον αφίνει Μες το πλήθος του κοινού. Το προτέρημα χαρίζει Αναφαίρετη τιμή, 970 Και τον κάνει να αχρήζη, Και παντού να ευδοκιμή. Κ ό ρ α κ α ς, και Α λ ο υ π ο ύ. Σε δέντρο απάνω ο Κόρακας Εκάθησε απετόντας, Στη μύτη του βαστόντας 975 Μια γρούδα από τυρί. Η Αλουπού διαβαίνοντας Καταλαχού απέκει, Τον βλέπει· κοντοστέκει Η παραπονηρή. 980

Άξαφνα δε μπορεί πλιο, δε δύνεται, και κάθεται στο μαρμαρένιο σκαλοπάτι ενού παλατιού. Εκάθησε ν' ανασάνη· να ρουφήξη ακόμα λίγο ήλιο, λίγο αέρα, λίγη ζωή, μια στάλ' ακόμα, που της χρειάζεται σήμερα . . . Και χαμογελά, δεν παύει να χαμογελά, σαν να χαιρετά, σαν να στέλνη φιλήματα σ' όλα τριγύρω της.

Και χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μας και στην πόλη σωτηρία και σταθήτε καλά έτσι θρονιασμένοι ανάμεσό μας, τις πικρές μας λιτανείες σπλαχνισθήτε. Τόσο μια πανάρχαιη πόλη, ω τι κρίμα! να τη στείλετε στον Άδη, κουρεσεμένη απ’ ενού Αχαιού κοντάρι, και να γένη μαζί μ’ όλους τους ναούς στάχτη θρύμμα.