Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Άλλαζα καρδιοστάλλαχτες ευχές με τους διαβάτες συντοπίτες μου. Δεν εκύταζα πλέον τον ουρανό, δεν εξέταζα του φεγγαριού τη θέσι, το τρεμολάμπημα των άστρων, του ανέμου το φύσημα, της πούλιας την ανατολή. Και όταν αργά στης γυναίκας μου άραζα την αγκαλιά ποιος κόρφος και ποιο λιμάνι πλάνο ημπορούσε να χαρίση την ευτυχία μου! Έτσι επέρασεν ο δεύτερος χρόνος κ' εμπήκαμε στον τρίτον.
Οι ευχές του λαού δροσάτο γίνονται αέρι και φουσκώνουν το κόκκινο πανί· των θαλασσινών τα ευγνώμονα δάκρυα σμίγουν με το γαλάζιο κύμα και λαχτίζουν εμπρός ακόμη το σκαφίδι του. Έφτασε νύχτα στων θηρίων τη μονιά· έβγαλεν έξω τις προμήθιες όλες. Βγάζει τα κρέατα — βόδια ολάκερα· βγάζει τα καρβέλια — φούρνους αδαπάνητους — βγάζει το κρασί — βαρέλια χιλιοστέφανα.
ΑΛΟΝΖ. Ανίσως αυτό που βλέπω καταντήση πάλι έν' από τα δράματα του νησιού, θα χάσω δεύτερη φορά τακριβό μου τέκνο! ΣΕΒΑΣΤ. Ω μέγα θαύμα! ΦΕΡΔΙΝ. Η θάλασσα, ναι, φοβερίζει, αλλά σπλαχνίζεται· αδίκως την εκαταράστηκα. ΑΛΟΝΖ. Α! όλες η ευχές ενού πασίχαρου πατρός να σε περιζώσουν! Σήκω, και λέγε πως ήρθες εδώ. ΜΙΡ. Ω θαύμα! Ιδές πόσα καλά πλάσματα! Ώμορφη που είναι η ανθρωπότης!
Ο βασιλεύς Αϊδήν αφού και την εσήκωσεν, έστειλεν ευθύς και έκραξε τον Βεζύρην του, πατέρα της Χαλιμάς, και του εφανέρωσεν αυτήν την χαροποιόν είδησιν, ο οποίος ακούοντας την έπεσε και αυτός εις τους πόδας του βασιλέως του, και του έδιδε χίλιες ευχές, και ευχαρίστησε, διά την συμπάθειαν που έδειξεν εις την θυγατέρα του, που την είδεν ελευθερωμένην από του θανάτου τον κίνδυνον, και διά τον ανεβασμόν της εις τον θρόνον, και ωσάν αποφίλησε τους πόδας του βασιλέως, έτρεξεν ευθύς και έδωσεν αυτήν την είδησιν εις το ντιβάνι, και από εκεί μετά ολίγην ώραν εκηρύχθη και εις όλον του το βασίλειον, και διά ένα ολόκληρον μήνα έγιναν μεγάλες χαρές.
Τέτοιες ευχές και συ να κάνης δίχως θρήνους μηδέ με μάταια κι άγρια φωνητά τρόμου, τι δεν γλυτώνεις πιότερο μ’ αυτά απ’ τη μοίρα. Εγ’ όμως άντρες εξ, εφτά μαζί με μένα, αντίκρυ στους εχθρούς μεγάλους αντιμάχους θα πάω να στήσω στων τειχών τις εφτά πόρτες, πρι να ’ρθουν βιαστικά μηνύματα και λόγοι γοργόσπαρτοι και φωτιά ’νάψη απ’ την ανάγκη.
Και συ Αφροδίτη, Κύπρη δέσποινα, σαν που είσαι η πρώτη μάννα της γενιάς μου, διαφέντευέ μας που είμαστε απ’ το αίμα σου κ’ εμείς και σε σιμώνομε μ’ ευχές π’ ακούνε οι θεοί. Και συ, ω Λύκειε άναξ, λύκος να γενής για τους εχθρούς, των στεναγμών μου εκδικητής, και το δοξάρι ετοίμαζε της Λητώς κόρη και συ.
Εκηρύχθη εις όλην την πολιτείαν ένας τέτοιος σκληρός και θηριώδης νόμος του βασιλέως· όθεν δεν ηκούετο άλλο, παρά θρήνοι αξιοδάκρυτοι πατέρων και μητέρων διά τας αδικοφονευομένας θυγατέρας τους· άλλες μητέρες πάλιν έτρεμαν διά να μη πάθουν το ίδιον και οι θυγατέρες τους· και όλος ο λαός ήσαν εις μεγάλην σύγχυσιν, και αντί ευχές έδιδαν τόσες κατάρες του βασιλέως·
Και εκεί που έφευγε το πιο μικρό ήθελε ακόμη να του πη κάτι στο αυτί. Του εμπιστεύθηκε πως όλα τα μεγαλύτερά του αδέλφια είχαν γράψει ωραίες ευχές για τον καινούριο χρόνο — τόσο μεγάλες! — μια για τον μπαμπά, μια για τον Αλβέρτο και την Καρολίνα, και μια άλλη για τον κύριο Βέρθερο· θα της έδιναν την πρωτοχρονιά το πρωί-πρωί.
Τρέμω τη σπιτοκαταλύτρα θεά, που με θεούς δε μοιάζει, την παναλήθευτη κακών προφήτισσα, την Ερινύα, που εκάλεσαν ευχές πατρός, μήπως τις ξώφρενες σε τέλος βγάλη του θεοβλαμμένου Οιδίποδα κατάρες· και τις ταχαίν’ η ολέθρια των τέκνων του η αμάχη.
Μόλις όμως ο παππάς εδιάβασε της πρώταις ευχές, οπού εχτύπησαν δυνατά την πόρτα. Η γρηά έτρεξε, άνοιξε κ' εμπήκε μέσα ο άνδρας της, οπού αφού εκλείδωσε, τους είπε να κάμουν γρήγορα, γιατί εφοβότανε πως κάποιος ερχότανε, όχι με καλό σκοπό. Τον είχε κυριευμέν' ο φόβος. . . Όξω εξακολουθούσε το ζεύκι και μέσα ο παππάς επροχωρούσε στο διάβασμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν