United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ακρογιαλιές πανέμορφες, νησιά χαριτωμένα, Κι’ απάνω στον νερόκαμπο να ουριοταξειδεύουν Κάθε λογής πλεούμενα, κάθε λογής καράβια.... Άλλα να τρέχουν με φωτιά, κι’ άλλα με τον αγέρα, Να ξαπετούν απάνω τους οι πεινασμένοι γλάροι Και δίπλα στες ακρογιαλιές τα κύματα να σπάζουν Από την ακροθαλασσιά, κι’ ως μες στα ριζοβούνια Κένταγε κάμπο διάπλατο, λουλουδιασμένον κάμπο, Μ’ αμέτρητα άνθια κι’ εύοσμα, μ’ αρίφνητα λουλούδια Που πιάνονταν τα χρώματα και γένονταν κομμάτια Το άσπρο με το πράσινο, το κίτρινο με τ’ άσπρο, Το θαλασσί με το σταχτί, το κόκκινο με όλα Κι’ οι παπαρούνες, χαρωπές, στα κόκκινα ντυμένες, Απλόνονταν περίφανες στ’ απέραντα λειβάδια, Σα να είτανε βασίλισσες του μυρωμένου κάμπου.

Το κομματάκι αυτό είναι λίγο παρακάτω στο άρθρο, αλλά μπορώ να σου το διαβάσω από τώρα: «Η λαϊκή κραυγή της εποχής μας είναι: «Ας ξαναγυρίσουμε στη Ζωή και στη Φύση. Αυτές θα μας ξαναπλάσουν την Τέχνη και θα χύσουν στις φλέβες της το κόκκινο αίμα· στα πόδια της θα δώσουν γρηγοράδα και στα χέρια της δύναμη». Όμως αλλοίμονο! απατώμεθα στις αξιέραστες και καλόβολες προσπάθειές μας.

«Άμοιρε, μη μου οδύρεσαι εδώ συ πλειά, μη φθείρης 160 την ζωή σου, κ' ήδη πρόθυμα πολύ θα σ' αποπέμψω. αλλ' έλα, ξύλα μακρινά με την αξίνα κόψε, πλατειά συνάρμοσε πλωτή, κ' επάνω αυτής σανίδαις στήσε υψηλαίς, 'ς τα σκοτεινά πελάγη να σε φέρη. και άρτο, νερό, και κόκκινο κρασί, 'που δυναμόνει, 165 εγώ θα βάλω εις την πλωτή, μη πάθης από πείνα. θα σου φορέσω φορεσιαίς, και πρύμον θα σου στείλω, όπως συ φθάσης άβλαπτοςτην ποθητή πατρίδα, αν τούτο αρέσει των θεών των ουρανοκατοίκων, οπού καλήτερ' απ' εμέ νοούν και αποφασίζουν». 170

Αν όμως δώση ο Θεός κι’ η Παναγιά η Παρθένα Και σου το φκιάσω, Κωνσταντή, κατά την αρεσιά σου, Ρόιδο και μήλο κόκκινο θα σου ξεπροβοδήσω, Το ρόιδο για το κέντημα, το μήλο για το γάμο.—

Ημείς διπλαρωμένοι ακόμα. Το είδαμε όλοι πλεια. — Πάει μας τρακάρισε! φωνάζω με απελπισία. Έπρεπε να δείχνη κόκκινο, για να είνε σε τάξι. Το είδε κι' ο καπετάνιος το πράσινο φανάρι που ηρχότανε με βογγυτό. Εσάστισε. — Άη-Νικόλα μ'! ασημένια σου την χαρίζω! Αυτό μονάχα πρόφθασε να ειπή ο καπετάνιος. Οι ναύταις όλοι βλέπαμε το πράσινο φανάρι που ερχότανε με κρότο. — Ε! από το βαπόρι!

Ψηλά μέσ' από το λίγο άνοιγμα του παραθυριού, κόκκινο φως φάνηκε μια στιγμή κ' έσβυσε γρήγορα, και το φεγγάρι όσο μπορούσε να μπη μέσα, στο μόλις ανοιγμένο παράθυρο, άφινε να χωρίζη εκεί ψηλά από μέσ' απ' τα ξύλα κάτι τι άσπρο, σα σκιά, σα φάντασμα που κινούνταν.

Αγόρασε γουναρικό, πορφύρα, και κόκκινο βελούδο, μεταξωτά υφάσματα, ερμίνα, σιντζάπια, κ' ένα πέπλο λευκότερο από κρίνο, κι' ακόμη ένα βασιλικό άλογο σελλωμένο με χρυσάφι, που πήγαινε βάδην, σιγά-σιγά. Οι άνθρωποι γελούσαν βλέποντάς τον να σκορπίζη γι' αυτά τα αλλόκοτα και μεγαλοπρεπή ψώνια, της οικονομίες που τόσον καιρό είχε μαζέψει.

Να μη φέγγη και ποτές! Οι κακούργοι! Με γέλασαν κι όλο με γελούν. Κόκκινο μελάνι, κόκκινο ζήτησα να μου φέρουν, κι αφτό είναι μάβρο σαν το αίμα. Τι να σπάσω, να ξεθυμάνω; Τρίζουν τα δόντια μου, φωνάζω, και δεν έρχεται κανείς και κανείς δε μιλεί. Λέξη δεν ακούω. ................................................................. Αγριέβουμαι. Δε σφαλνώ μάτι. Κι ο τοίχος πάντα μπροστά.

Με το σακκούλι τους κρεμασμένο στον ώμο ο καθένας, μ' ένα κόκκινο μεταξωτό μαντήλι στο λαιμό, κρατημένοι με τα χέρια στους ώμους δυο δυο, τρεις τρεις, μισομεθυσμένοι, μισοσαστισμένοι, τραγουδώντας, φωνάζοντας, σωριάζουνταν στις βάρκες με τα μάτια περίλυπα γυρισμένα προς τη στεριά.

Λιάρες ανοιχτές-ανοιχτές, λιάρες ντιπ φλώρες, λιάρες σκουρότερες, λιάρες πιο σκούρες που ανατριχιάζεις να τις βλέπης. Ύστερα άνοστες, ξεκιτρινισμένες, σχεδόν κόκκινες, μα όχι κόκκινες, ένα είδος τρίχα από κόκκινο άλογοκατάλαβες; — ύστερα μαύρες ανοιχτές, μαύρες σκουρότερες, και μαύρες τέλος φονσέ! Καπότα φονσέ! Χα...χα... χα!... Και τι είδος σχήματα ύστερα!