United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν όμως δώση ο Θεός κι’ η Παναγιά η Παρθένα Και σου το φκιάσω, Κωνσταντή, κατά την αρεσιά σου, Ρόιδο και μήλο κόκκινο θα σου ξεπροβοδήσω, Το ρόιδο για το κέντημα, το μήλο για το γάμο.—

Είπε, κ' η γραία λέβητα, λαμπρόν ποδολουτήρα, επήρε, κ' έβαλε πολύ ψυχρό νερό, κατόπι ζεστό· κείνος εκάθιζε μακράν απ' την γωνίστρα, και προς το σκότος στράφη ευθύς, ότι του εμπήκε φόβος μη κείνη, ενώ τον έψαχνε, το λάβωμα γνωρίση 390 και γνωσθούν όλα· εσίμωσεν η γρηάτον κύριόν της κ' ενόησ', ως τον ένιβε, το λάβωμ', οπού χοίρος με λευκό δόντι του 'καμετον Παρνασό, 'που νέος εβγήκε τον Αυτόλυκο να ιδή, και τους υιούς του, μητρικόν πάππον του λαμπρόν, 'ς τον όρκο, 'ς την απάτη, 395 πρώτον απ' όλους τους θνητούς· τον είχ' ο Ερμής προικίσει, επειδή του 'καιεν αρνιών καλά μεριά κ' ερίφων, και κείνος τον συνώδευε βοηθός παντού και φίλος. επέρασεν ο Αυτόλυκοςτην κάρπιμην Ιθάκη, και νεογέννητ' εύρηκε παιδί της θυγατρός του. 400τα γόνατά του το 'θεσεν, άμ' είχε αποδειπνήσει, η Ευρύκλεια, και τον έκραξε κατ' όνομα και του 'πε· «Αυτόλυκ', εύρες όνομα συ τώρ' ό, τι θα βάλης εις του παιδιού σου το παιδί το πολυαγαπημένο». Απάντησεν ο Αυτόλυκος· «Κόρη μου και γαμβρέ μου, 405 τ' όνομα τούτ', οπού θα ειπώ, βάλετε του παιδιού σας· εγώ', που τώρ' εδώ 'φθασα, συχναίς έδωσα οδύναις πολλών ανδρών και γυναικώντην γη την πολυθρέπτρα· άρα Οδυσσέας όνομα να λάβη απ' ταις οδύναις· και οπόταν άνδρας έλθη αυτόςτο μέγα της μητρός του 410 παλάτι, εκείτον Παρνασόν, οπ' είναι οι θησαυροί μου, θα λάβη μέρος, και φαιδρόν θα τον ξεπροβοδήσω».

Με τέτοια λόγια θέλησα να τους καταπραΰνω. 70 εκείνοι έμειναν άφωνοι, και απάντησε ο πατέρας• «γκρεμίσου ευθύς απ' το νησί, όνειδος των ανθρώπων. τι κρίμα τώχω να δεχθώ ή να ξεπροβοδήσω άνδρα, 'που οι μάκαρες θεοί μισούν και κατατρέχουν• γκρεμίσου, αφού 'δω σ' έστειλεν η οργή των αθανάτων». 75 είπε και μ' έδιωξεν ευθύς, κ'εγώ βαρειά βογγούσα.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• «Εύμαιε, λόγον πρόφερες, 'που την καρδιά μου θλίβει• 70 τον ξένον τούτον πώς εγώ να τον δεχθώτο σπίτι; εγώ 'μαι νέος• δεν θαρρώτα χέρια τα δικά μου ακόμη για ν' αντισταθώάνδρ' αν μ' υβρίση πρώτος. και της μητρός μου πάλι ο νους διστάζει αν, σεβομένη την κλίνη του συντρόφου της και την φωνή του κόσμου, μ' εμέ θα μένη σπίτι μου και θα το κυβερνάη, 75 ή απ' τους μνηστήραις Αχαιούς ήδη θ' ακολουθήση εκείνον, 'που 'ναι ανώτερος και πλήθια δίδει δώρα. αλλά τον ξένον τώρα εδώ, 'ς το δώμα σου επειδ' ήλθε, θα τον ενδύσω μ' εύμορφον χιτώνα και χλαμύδα, θα τον ποδέσω, δίστομο θα του χαρίσω ξίφος, 80 και όπου η καρδιά του επιθυμεί θα τον ξεπροβοδήσω• και, αν θέλης, 'ς την καλύβα μας συ φιλοξένιζέ τον, κ' εγώ 'δω τα φορέματα και ταις τροφαίς θα στείλω, βάρος να μη τον έχετε συ και όλοι οι σύντροφοί σου. δεν θέλω εγώ να υπάγη εκείτο μέσον των μνηστήρων, 85αυτούς οπ' έχουν έπαρσιν αυθάδεια και ανομία. μη τον υβρίζουν καιεμέ μεγάλος θα' ναι πόνος. και των πολλών απέναντι και ο άνδρας ο γενναίος πέρα δεν βγαίνει, ότι πολύ κείν' είναι ανώτεροί του».