United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και να ήθελε να το κρύψη δεν θα μπορούσε, γιατί ο γέρος ήτον καταμπροστά του. «Αφεντικό, του λέει, κύτταξε τι ηύρα. Μη σου έπεσε;» Ο Γιάννης έκαμε πως έψαχνε στην τσέπη του, κ' είπε: «Τωόντι, εμένα μώπεσε». Και έλεγε σαν αλήθεια, γιατί &του έπεσε& πράγματι στον λαχνό... «Καλά, είπε, θα σου δώσω τα βρεθίκια». Τάρπαξε, και τώβαλε στην τσέπη.

Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα• «ποσώς δεν έχω είδησι του θαυμαστού Πηλέα• 505 αλλ' ως προς τον Νεοπτόλεμο, το ποθητό παιδί σου, όλην, ως θέλεις, απ' εμέ θα μάθης την αλήθεια. ότι εγώ κείνον έφερα με ισόπλευρο καράβι των ευκνημίδων Αχαιώντο στράτευμα απ' την Σκύρο. και όταν συμβούλια γένονταν, 'ς τα τείχη εμπρός της Τροίας, 510 πάντότ' ωμίλειε πρώτ' αυτός, ουδ' έσφαλν' εις τους λόγους• μόνον ο ισόθεος Νέστορας ή εγώ τον ενικούσα. και τ' άρματα όταν άστραφταντα τρωικά πεδία, κείνος δεν έμενε ποτέτο πλήθος καιτην τάξι, αλλά προέτρεχε πολύ με ατρόμητον ανδρεία, 515 και άνδραις εφόνευσε πολλούςτον φοβερόν αγώνα. και όσους αυτός εφόνευσε βοηθώντας τους Αργείους, δεν θα ημπορούσα εγώ να ειπώ• μόνον πως έχει σφάξει τον Τηλεφίδη Ευρύπυλο• και οι Κήτειοι σύντροφοί του σωρός σιμά του εσφάζονταν, εξ αφορμής των δώρων 520 οπ' έλαβε η μητέρα του• κ', ύστερ' από τον θείο τον Μέμνονα, ωραιότατον άνδρ' ως αυτόν δεν είδα. και όταν εκατεβαίναμεν, οι πρώτοι των Αργείων, 'ς τ' άλογο 'πώκαμ' ο Επειός, και εις όλ' είχα εξουσία, να κλειώ, ν' ανοίγω, ως ήθελα, τον στερεόν κρυψιώνα, 525 τότ' οι αρχηγοί των Δαναών, οι βασιλείς οι άλλοι, τα δάκρυα τους εσφόγγιζαν κ' οι αρμοί τους όλοι ετρέμαν, αλλά την όψι την καλήν εκείνου να χλωμιάνη δεν είδ', ή από τα μάγουλα τα δάκρυα να σφογγίζη• αλλά να ορμήση απ' τ' άλογο θερμά παρακαλούσε, 530 και όλο την χούφτα του σπαθιού και το βαρύ κοντάρι έψαχνε, κ' είχεν εις τον νου τον όλεθρον της Τροίας. αλλ' ότε κάτω ερρίξαμε τους πύργους του Πριάμου, εις το καράβι ανέβαινε με μέρος των λαφύρων, και ωραίο δώρο, αλάβωτος, τι δεν τον είχε πάρει 535 λόγχη μακρόθ' ή από σιμά, καθώς συχνά συμβαίνειτον πόλεμο, 'που ανάμικτα λυσσομανά ο Άρης»

Φέρουσα το καλάθιόν της υπό τον αριστερόν αγκώνα, κρατούσα το μαχαιράκι της με την χείρα την δεξιάν, έκυπτε παντού, εις όσα μέρη αυτή εγνώριζε, κ' έψαχνε να εύρη καυκαλήθρες και ζοχάρια και μυρώνια, και άνηθον διά να γεμίση το καλαθάκι της, να κάμη πήτταν, το Σάββατον του Λαζάρου, να φάγη αυτή κ' αι θυγατέρες της, αλλά να προσφέρη κ' εις της γειτόνισσες, από τας οποίας χάσιμον δεν είχεν.

Βγήκαν στη μικρή αυλή, κάθισαν στο σκαλοπάτι και ο Τζατσίντο έκλεισε την πορτούλα πίσω του, σαν να ήθελε να εμποδίσει το φως και τη φωτιά να ακούσουν. Ο Έφις έψαχνε τις λέξεις για να βγάλει από μέσα από την καρδιά του το θλιβερό μυστικό. Α, του φαινόταν τόσο μεγάλο και βαρύ που δεν μπορούσε να το εξωτερικεύσει όλο: κομμάτι κομμάτι, ίσως, ναι, ματώνοντας.

Τη συνοδέψατε μέχρι τη γέφυρα, όπου κρύφτηκε, μέχρι που πέρασε ένα κάρο που την πήρε και την πήγε μέχρι τη θάλασσα. Εκεί μπαρκάρισε. Και ο ντον Τζάμε, ο πατέρας της, το αφεντικό σας, την έψαχνε, την έψαχνε, μέχρι που πέθανε. Πέθανε εκεί, πλάι στη γέφυρα. Ποιος τον σκότωσε; Η γιαγιά μου λέει ότι το γνωρίζετε......» «Η γιαγιά σου είναι μια στρίγκλα!

Από την δωδεκάδα μόνον ο μπάρμπα Χρήστος με το ψηλό φέσι, το όρθιον, έψαχνε τόση ώρα να εύρη την σακκούλα του μέσατον κόρφο του, κι' εγώ για να μη περιμένω τον άφησα. Ο καϊριστής πάλιν εκείνος μου πήρε ένα σφάντσικο, αντί να μου ρίξη. Γιατί αυτός δύο φοραίς τον χρόνον έμβαινετην εκκλησίαν, και δεν εγνώριζε τι κάμνουν και πώς φέρονται οι χριστιανοί.

Πηγαίνοντας προς το υπόστεγο ο Έφις είδε τον τυφλό που μετακινήθηκε και ήταν τώρα σκυμμένος επάνω από το σύντροφό του καλώντας τον με τ’ όνομά του. Έκλαιγε και έψαχνε το κομπόδεμα με τα κέρματα. Μόλις το βρήκε το έριξε μέσα στον κόρφο του και συνέχισε να κλαίει. Έτσι πέρασαν τη νύχτα.