United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Έφις ένοιωθε οργή γι’ αυτή την απάτη και, όταν τα νομίσματα έπεφταν στο καπέλο του συντρόφου του, κοκκίνιζε γιατί του φαινόταν ότι κορόιδευε κι εκείνος τους σπλαχνικούς. Και τα κέρματα έπεφταν, έπεφταν. Δεν φανταζόταν ποτέ ότι υπήρχαν τόσοι φιλεύσπλαχνοι άνθρωποι στον κόσμο.

Πηγαίνοντας προς το υπόστεγο ο Έφις είδε τον τυφλό που μετακινήθηκε και ήταν τώρα σκυμμένος επάνω από το σύντροφό του καλώντας τον με τ’ όνομά του. Έκλαιγε και έψαχνε το κομπόδεμα με τα κέρματα. Μόλις το βρήκε το έριξε μέσα στον κόρφο του και συνέχισε να κλαίει. Έτσι πέρασαν τη νύχτα.

Ακόμη και η γυναίκα με τα γλυκά έκλεισε τα κουτιά της που απόμειναν γεμάτα και αγανακτισμένη άρχισε να μιλά με τους ζητιάνους. «Δεν άξιζε τον κόπο που κάναμε τόσο δρόμο! Γιορτή της συμφοράς, αδέλφια μου!» «Δεν τα βγάζουμε πια πέρα», είπε ο γέρος, άδειασε τα κέρματα σ’ ένα μαντήλι και ξαναέβαλε το καπέλο στο κεφάλι.

Ο τυφλός χαμήλωσε μια στιγμή το κεφάλι, ψαύοντας το κομπόδεμα με τα κέρματα: δεν φάνηκε να εντυπωσιάζεται από την απόφαση του αγνώστου. Τον ρώτησε μόνο: «Κι εσύ ζητιάνος είσαι;» «Ναι», είπε ο Έφις, «δεν το κατάλαβες;» «Εντάξει τότε, πάρ’ το, κράτα το εσύΚαι του έδωσε το κομπόδεμα με τα χρήματα. Κεφάλαιο δέκατο τέταρτο Από εκεί πήγαν στο πανηγύρι του Αγίου Πνεύματος.

Ο άλλος, γέρος μα δυνατός, με πρόσωπο κατακόκκινο και όλο του το κορμί συνεπαρμένο από ένα τρέμουλο που έμοιαζε ψεύτικο , είχε τοποθετήσει ένα καπέλο ανάμεσα στα ανοιχτά πόδια του και πότε πότε έσκυβε για να δει μέσα τα κέρματα. Το βράδυ όμως έπεφτε γρήγορα, φορτωμένο με σύννεφα, και ο κόσμος έφευγε.

Απ' εκεί θα επερνούσαν όλα τα παιδία της κάτω ενορίας, δηλαδή τα δύο τρίτα των παιδιών του χωριού, εις το γύρισμά των από την επάνω ενορίαν, ότε θα είχαν ικανά κέρματα εις τα θυλάκιά των. Ο Παλούκας δεν εσκέφθη περισσότερον.

Αλλά την εσπέραν, μετά τα κολυμπίδια, δείπνον παρετέθη εις την οικίαν. Η μαμμή εμάζωξε μετά προσοχής όλα τα αργυρά κέρματα, ημιτάλληρα και σβάντζικα και δραχμάς, τα εκομβόδεσεν εις το μανδήλιόν της, ενώ οι παρεστώτες εφώναζαν γύρωθεν: «Να ζήση! σιδεροκέφαλος! » και επηύχοντο εις την μαμμή «καλή ψυχή».

Και ο Έφις ξανάρχισε να κλαίει. Δεν ήξερε το γιατί, αλλά έκλαιγε. Του φαινόταν πως ήταν μόνος στον κόσμο, με σύντροφο το αηδόνι. Ένιωθε ακόμη τα κέρματα των νεαρών από το Νούορο να του χτυπούν το στήθος και ανασκιρτούσε ολόκληρος σαν να τον λιθοβολούσαν∙ ήταν όμως μια ανατριχίλα χαράς, ήταν η ηδονή του μαρτυρίου.

Κατ' ευθείαν επροχώρησαν εις το Παγκάριον, όπου ο κυρ-Μανωλάκης πάντοτε μειδιών υπό τους στακτερούς του μύστακας, ανέμενεν αυτάς προβάλλων εμπρός-εμπρός τους δίσκους, και αποχωρίζων την στιγμήν εκείνην αργυρά τινα νομίσματα, όπως μη καλύπτωνται υπό των χαλκίνων κερμάτων, ιδίως όμως ίνα διά της σιωπηλής αυτής παραστάσεώς του ευγλωττότερον εκφράση εις τας ξένας κυρίας την επιθυμίαν του, να ρίψουν αργυρά κέρματατέτοια μέρα!

Διά της μιας αυτού χειρός κρατεί ράβδον χονδράν, διά της άλλης δε αναλικνίζει από των τεσσάρων του άκρων μανδήλιον ρυπαρόν, εις ου το βάθος κροταλίζουσιν ολίγα κέρματα. — Καλότα χαίρεστε, κυρά! λέγει ο νέηλυς, βλέπων εστρωμένην την τράπεζαν. Ο θεός να σας τα πληθαίνη! Το μάθαμε δα κάτωτο παζάρι όλοι μας, και το καταχαρήκαμε, μάρτυς μου ο Θεός!