Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025


Το παλαιόν φέσι του περιέδεε μανδήλιον βαμβακερόν, του οποίου αι λευκαί άκραι εκρέμαντο όπισθεν προς προφύλαξιν του ρυτιδωμένου αυχένος του. Υπό το φέσι έλαμπον οι ζωηροί οφθαλμοί του σκιαζόμενοι από δασείας πολιάς οφρύς. Ο ιδρώς έσταζεν από τους κροτάφους του.

Διά της μιας αυτού χειρός κρατεί ράβδον χονδράν, διά της άλλης δε αναλικνίζει από των τεσσάρων του άκρων μανδήλιον ρυπαρόν, εις ου το βάθος κροταλίζουσιν ολίγα κέρματα. — Καλότα χαίρεστε, κυρά! λέγει ο νέηλυς, βλέπων εστρωμένην την τράπεζαν. Ο θεός να σας τα πληθαίνη! Το μάθαμε δα κάτωτο παζάρι όλοι μας, και το καταχαρήκαμε, μάρτυς μου ο Θεός!

Έφερε μικρόν φέσι μαύρον, μανδήλιον δε του αυτού χρώματος το έσφιγγε περί την κεφαλήν της, και εκατέρωθεν εκρέμαντο επί των κροτάφων δύο μικροί λευκοί βόστρυχοι. Επί των ώμων έφερε σάλι μαύρον, εν είδει παραχωρήσεως εις τους παρεισάκτους νέους συρμούς της Ευρώπης. Επί του όλου εφαίνετο ότι έβαλε τα καλά της διά να παρουσιασθή ενώπιον του ιατρού.

Εννοήσασα τον κίνδυνον η Πολύμνια, και μη επιθυμούσα να κάμη ακούσιον λουτρόν μέσα εις τα λιμναία χόρτα, ανεκάθισε ταχεία παρά την πρύμνην, και πάλιν υπεγερθείσα, ύψωσε το λευκόν μανδήλιόν της προς τους δύο συμπότας της μικρός καλύβης και συγχρόνως ήρχισε να φωνάζη· — Ε! μπάρμπα-Λούκα!

Έφερε φέσι κατακόκκινον, με φούνταν κυανήν, το οποίον του είχε φέρει από το Τούνεζι κατά την εποχήν των Κριμαϊκών ο κουμπάρος, όστις τον είχε στεφανώσει, εμποροπλοίαρχος, προ χρόνων αποθαμμένος τώρα, είχε δε κρεμασμένον από την τσέπην της τζάκας του την εσωτερικήν, κατερχόμενον έως το γόνα του, μακρότατον μεταξωτόν μανδήλιον, κόκκινον, διανθές.

Ωσάν να είναι και αλήθεια, έλεγε μονολογών, αφού εδίπλωσε τον επενδύτην του, και περιεβλήθη τον παλαιόν κοιτωνίτην του, ενώ περιέδεε την κεφαλήν με μεταξωτόν μανδήλιον, αντί σκούφου, καθώς συνήθιζε τακτικώς καθ' εκάστην εσπέραν. — Ωσάν να είναι και αλήθεια!

Είτα ήρχισαν να έρχονται εις την θύραν ανά ζεύγη τα παιδία της πολίχνης, με τον υψηλόν καλάμινον σταυρόν στεφανωμένον με ρόδα ευώδη και με μήκωνας κατακοκκίνους, με δενδρολίβανον και με ποικιλόχροα αγριολούλουδα, με τον αποσπασθέντα από τ' Οχτωήχι χάρτινον εσταυρωμένον εις το μέσον του σταυρού, και με ερυθρόν μανδήλιον κυματίζον, μέλποντα το άσμα: Βλέπεις εκείνο το βουνό με κόκκινη παντιέρα; Εκεί σταυρώσαν το Χριστό τον πάντιον βασιλέα.

Αριστερόθεν εκράτει μανδήλιον, εγκυμονούν τις οίδε τίνα και ποία έκτακτα τραγήματα, και επί του μανδηλίου έσφιγγε διά του αντίχειρος χάρτινον πρόστυχον προσωπείον είκοσι λεπτών. — Έλα, Μαριώ, να ζης! ξεφόρτωσέ με! εφώνησεν εισερχόμενος. Αλλά πού να προφθάση η Μαριώ!

Κι' ιδών ότι ο ήλιος έκλινε πολύ προς δύσιν, ενθυμήθη τον σκοπόν του ταξειδίου του, τα δέκατα: — Να μη φρεσκάρη ο μαΐστρος και κλεισθούμε! Το μανδήλιόν του ήτο πλέον βαρύ-βαρύ εκ των οστρακοδέρμων. Απεφάσισε να επανέλθη εις την λέμβον.

Θέλων κατόπιν να δοκιμάσω την διάθεσίν μου, ηγέρθην να λάβω δήθεν κάποιον μανδήλιον, ότε οι οφθαλμοί μου προσκρούουν φοβερώς επί τινος νεκρικού στεφάνου, όστις, ως στόλισμα του δωματίου, εκρέματο υψηλά, από καρφιού. Νεκρικός στέφανος, μέγας, ωραίος, εκ τεχνικών λευκανθένων, με δύο λευκάς ταινίας, με χρυσά γράμματα. Μοι εφάνη ότι ήτο αδύνατον πλέον να κρυφθώ. — Είνε πεθαμένος! είπα.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν