United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Συνεκινήθη τότε και ο γέρων, εδάκρυσε, μας ησπάσθη, και μας ηυλόγησεν· η δε συγκίνησις αύτη τω επέβαλεν επί τινα ώραν σιωπήν, την οποίαν επί τέλους διέκοψε διά των ακολούθων λόγων, οίτινες βαθέως έμειναν εντυπωμένοι εις την ψυχήν μου, και ζωηροί πάντοτε επανέρχονται εις τα ώτα μου.

Οι βλάχοι με τας γυναίκας και τα παιδία των ίσταντο έτοιμοι, έκαστος έξω της καλύβης του οι χωρικοί από τα πέριξ χωρίδια είχον ανέλθει εις τα υψώματα, νέοι ακμάζοντες και ζωηροί, γέροντες λευκόμαλλοι, παιδία, γυναίκες νέαι και γραίαι, όλοι προσηλωμένους έχοντες τους οφθαλμούς προς το ανατολικόν μέρος του ορίζοντος, όπου εγνώριζον ότι εν μέσω του σκότους υψούτο υψηλή ράχη, επί της οποίας θ' ανεφαίνετο ο ιερεύς με την λαμπάδα εις χείρας κηρύσσων εις τους πιστούς την Ανάστασιν του Σωτήρος.

Ήτο μεγαλόσωμος, νευρώδης και εύκαμπτος. Ο λευκός του μύσταξ και αι ρυτίδες του ηλιοκαούς μετώπου του ήσαν ενδείξεις τραναί της προβεβηκυίας ηλικίας του, αλλά το παράστημα και αι κινήσεις του ήσαν ανδρός νέου έτι και ακμαίου. Οι ζωηροί οφθαλμοί του έλαμπον υπό τας ψαράς οφρύς του.

Στη μεγάλη στράτα οι διαβάτες ήσαν εύθυμοι, ζωηροί, άλλοι γελούσαν, άλλοι καμάρωναν, άλλοι μιλούσαν δυνατά, με χειρονομίες και σχήματα. Οι πυκνές δενδροστοιχίες άπλωναν την παχειά τους σκιά στο δρόμο. Ο κάμπος ήτανε ολόγυρα γεμάτος από ανεμώνες. Γύρισα και ρώτησα πάλι τον παραλυτικό: — Γιατί το δρομαλάκι αυτό είναι έρημο και γιατί κανένας δεν πηγαίνει από κει;

Το δε πρότερον και το ύστερον είναι χρόνου διορισμοί. Τίνος λοιπόν μέρους της ψυχής είναι φαινόμενον η μνήμη; Φανερόν ότι είναι εκείνου, του οποίου πάθος είναι και η φαντασία. Ομοίως δε και οι λίαν ζωηροί και οι λίαν βραδείς φαίνονται ότι δεν έχουσι μνημονικόν, διότι εκείνοι μεν είναι υγρότεροι παρ' όσον πρέπει, ούτοι δε είναι σκληρότεροι.

Άντερα να χύνωνται στο χώμα, σαν τίποτε. Και να βλέπης τις Σπανιόλες, να χτυπάνε τα χέρια τους, να κάνουν σαν τρελλές. Εβίβα, Κυρ-Θανάση, παιδί μου! — Εβίβα, Πάτερ. Βάρβαρα πράματα. Οι δύο φίλοι ήσαν ζωηροί, ευχαριστημένοι για τη σωτηρία των αβαπτίστων. Άξαφνα, σαν νάπεσε αστροπελέκι απάνω τους, βουβάθηκαν.

Κι όταν από όλ' αυτά έγιναν πιο ζεστοί και πιο ζωηροί, αρχίζουνε να μαλώνουνε σαν ερωτευμένοι και σε λίγο κατάντησαν και στους όρκους. Ο Δάφνης λοιπόν, αφού πήγε κάτω από το πεύκο, ορκίστηκε στον Πάνα να μη ζήση ποτέ μονάχος μήτε μια μέρα δίχως τη Χλόη. Κ' η Χλόη αφού μπήκε στη σπηλιά ορκίστηκε στις Νύμφες, ότι θα ζήση και θα πεθάνη μαζί με το Δάφνη.

Διά να περιπατούν έπεται ότι ήσαν νέοι και διά να είνε νέοι έπεται ότι ήσαν ζωηροί και έτρεχαν και αλληλωθούντο παίζοντες και γελώντες. Όταν δε τοιαύτα αστεία γίνωνται εις το χείλος της ακτής, δύσκολον να μη ακουσθή επί τέλους η κραυγή «άνθρωπος εις την θάλασσαν

Το παλαιόν φέσι του περιέδεε μανδήλιον βαμβακερόν, του οποίου αι λευκαί άκραι εκρέμαντο όπισθεν προς προφύλαξιν του ρυτιδωμένου αυχένος του. Υπό το φέσι έλαμπον οι ζωηροί οφθαλμοί του σκιαζόμενοι από δασείας πολιάς οφρύς. Ο ιδρώς έσταζεν από τους κροτάφους του.

Πόσον ήτο τολμηρός και φαιδρός! αι παρειαί του ήσαν ηλιοκαείς, οι οδόντες του ζωηροί και λευκοί, οι οφθαλμοί του σπινθηροβολούντες μέλανες· ήτο κομψός νέος είκοσι χρόνων. Το παγερόν ύδωρ δεν ημπορούσε να τον βλάψη, όταν εκολύμβα.