United States or Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρέπει να ταξίδευαν κατά το χωριό, κ' έχασαν το δρόμο τους, και σαν τους έπιασε η βροχή μπήκανε στο καλύβι. Τέτοιους δαιμόνους δεν τους είχε ο τόπος μας. Οι δικοί μας, το πολύ μας έκλεβαν κανένα γίδι. Μανταλώνω την πόρτα, και γυρίζω και τους βλέπω με μια ματιά σα να τους λέω, δεν έχετε τώρα να φοβηθήτε. Αυτοί παίρνουν τότες καρδιά κι αρχίζουνε στα γερά το ξεφάντωμα. Τους έφερα και κρασί.

Ξέρει λέει πως εγώ είμαι φρόνιμη, μα ο κόσμος είναι κακός και αρχίζουνε να μιλούνε. ΝΙΚΟΣΔε βαρυέσαι, Εμείς θα βρούμε τρόπο. Θα ιδής.... Μην είσαι δειλή.... ΔΩΡΑΈτσι τα λέτε για να με παρηγορήσετε. ΝΙΚΟΣΠάλι πληθυντικό; ΔΩΡΑΜη θυμώσης. Δεν θα το ξαναπώ. Έπειτα σε λίγες μέρες θα φύγωμε. Εσείς θα με ξεχάσετε.... ΝΙΚΟΣΠάλι εσείς; ΔΩΡΑΌχι, μη θυμώνης. Να, τώρα πήρα θάρρος.

Να μη μένω πια άπραγος θεατής, μα να μπορώ να λάβω μέρος, να ενεργήσω, να εργαστώ μ' έναν ωρισμένο σκοπό μπροστά μου, ένα σκοπό, που πίστευα τουλάχιστο πως θα τον πιτύχω. Τον καιρό της νιότης μου μια τέτοια πηγή θα φαινότανε ίσως πολύ φτωχή. Μα όταν τα χρόνια αρχίζουνε νασπρίζουν κάπως τα μαλλιά, αρκείται κανένας με λιγότερα παρότι πριν.

Είναι πολύ καλά κορίτσια, είπε ο συγκλητικός Ποκοκουράντης: τις βάζω κάποτε να κοιμούνται στο κρεββάτι μου γιατί μαι πολύ αηδιασμένος από τις κυράδες της πολιτείας, από τις κοκκεταρίες τους, τις ζήλιες τους, τους καυγάδες τους, τα νεύρα τους, τις μικρολογιές τους, τις αλαζονείες τους, τις ανοησίες τους κι από τα σονέττα, που πρέπει να τις κάμνω ή να παραγγέλω να τις κάμνουν: αλλά μ' όλα αυτά, κι' αυτές η δυο κοπέλλες αρχίζουνε να μου γίνονται κουραστικές.

Και παρακάτω ζωγραφίζοντας το πρόσωπο του Σταύρου, έγραφε: «Στο πρόσωπο αυτό που είναι το μεγάλο σύμβολο για το ξύπνημα των μεγάλων αληθειών, αρχίζουνε να γυρίζουν κυκλικά όλα τα σημερινά, είτε για να το αγκαλιάσουν, είτε για να το πολεμήσουν.

Της αυγής η ουράνια η δροσούλα Ραίνει τους βράχους, τα κλαριά, τα χόρτα, τα λουλούδια. Ξανθό το γλυκοχάραγμα προβάλλει απ' ταις κορφούλαις, Κι' ανάρηα-ανάρηα αρχίζουνε τ' αστέρια, το φεγγάρι Ο κυνηγός που ροβολά με ταις Νεράιδες πίσω Φτάνουν ως το χωριό σιμά. Προβαίνει η χαραυγούλα, Κ' ήρθεν η ώρα που ξυπνούν και του χωριού τα ορνίθια Και φεύγουν η Καλόγνωμαις.

Κι όταν από όλ' αυτά έγιναν πιο ζεστοί και πιο ζωηροί, αρχίζουνε να μαλώνουνε σαν ερωτευμένοι και σε λίγο κατάντησαν και στους όρκους. Ο Δάφνης λοιπόν, αφού πήγε κάτω από το πεύκο, ορκίστηκε στον Πάνα να μη ζήση ποτέ μονάχος μήτε μια μέρα δίχως τη Χλόη. Κ' η Χλόη αφού μπήκε στη σπηλιά ορκίστηκε στις Νύμφες, ότι θα ζήση και θα πεθάνη μαζί με το Δάφνη.

Σα βγήκαμε το λοιπόν και ξεκινήσαμε, κάνω εγώ του ΠέτρουΤι όμορφο παλληκάρι, και τι συμπαθητικό, αυτός ο Γιάνης! — Και να τήραγες τον αδερφό του τον Πανάγο, απολογιέται ο Πέτρος. Και νάκουγες και την ιστορία τους. Ίσα ίσα ώρα για ιστορίες. Τους κουρντίζω λοιπόν και τους δύο τους κι' αρχίζουνε. Όσα αποξεχνούσε ο ένας ταπόσων' ο άλλος, κ' έτσι κάμαμε κάμποσο δρόμο.

Κι όσο τούδιναν, τόσο γύρευε· κατάντησε κάθε χρόνο νάρχεται κι από μια πρεσβεία στην Πόλη καινά γυρεύη χρήματα. Τόση δίψα πού να τη χορτάση ο Θεοδόσιος! Αρχίζουνε λοιπό στα 441 καινούρια πλημμυρίσματα, καινούριες ρήμαξες· τα παλιά τα Γοτθικά και χερότερα. Μοισία, Μακεδονία, Θράκη, απ' όλα εκείνα τα μέρη διάβηκε του Αττίλα η μπόρα. Φαίνεται πως ξέσπασε δυτικά και τράβηξε ανατολικά.