United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να τόνε κλαιν τα μάτια της, να τον φιλούν' τα χείληα!! Νάτην, αρχίζει η &έξοδος&. 'Ξυπνούν' του οχτρού τ' ασκέρια, Και η φωναίς κι ο αλαλαγμός ακούγονται 'ς τ' αστέρια. Όσοι γλυτώσαν, γλύτωσαν. Τους άλλους σκοτωμένους Μέσατα Τούρκικα κορμιά, αγνώριστους, θαμμένους, Θε να τους κλάψη αύριο η αυγή με τη δροσιά της.

Περνούν μεσάνυχτα κ' η Πούλια σβυέται, Τα πλάγια ασπρίζουνε, σιμόν' η Αυγή. Στέκει.. ακουρμένεται... δεν αγροικιέται Κανένα πάτημα... παντού σιγή. Ξύπνούν η πέρδικαιςτο χαραμέρι. 'Στο λόγγο ερρίχτηκε, γύρω θωρεί... Γνωρίζει ανέλπιστα παληό λημέρι, Τη βρύση εξάνοιξε πώτρεχ' εκεί. Πάλ' ακουρμαίνεται... γέρνει ταυτιά του.

Εγώ θαρρώ πως λιποθυμά, γιατί προσευχή τόσο κακή σαν τη δική του, δεν είναι για ύπνο. Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ας πάμε κοντά του. Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ξύπνα, ξύπνα, κύριε, 'μίλησέ μας. Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Δεν ακούς, κύριε; Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Το χέρι του θανάτου είναι απάνω του. Ακούσατε! Τα τύμπανα ξυπνούν μεγαλοπρεπώς τους στρατιώτας. Ας τον φέρωμεν εις το φυλακείον.

Οπού ξυπνούν η πέρδικες και κελαϊδούν τ' αηδόνια! ...

Και ζωντανεύει ολάκερος ο νηός ο παντρεμμένος. Ξυπνούν τα 'μάτια τα σβυστά, ανοίγουνε τα χείλη Κι' απάνω τους χαμόγελο γλυκό-γλυκό χαράζει.

Είναι παιδί του πατέρα του.... Ο αρχηγός του καρβανιού, ο Ρόβας, ακούοντας, ότι ήθελαν να ξυπνήσουν το παιδί για να κάμη την κρίση, και παίρνοντας το πράγμα γι' αστείο, τους είπε: — Τι λόγια, ωρέ, είν' αυτά που λέτε; Αφήστε το παιδί να κοιμηθή. Τι ξέρει αυτό; — Όχι! όχι! — εφώναξαν πολλοίπρέπει να ξυπνήσωμε το παιδί. Δύο τρεις άρχισαν να ξυπνούν το παιδί, που κομώνταν βαρυά.

Δεν παραστράτησ' ο καιρός από τον ίσιο δρόμο, μόνον οι έννοιες σε 'ξυπνούν και τις νυχτιές μακραίνουν. — Μην ξέρεις απ' ονείρατα; γιατ' είδα απόψε κάτι, κάτι καλό στον ύπνο μου και θέλω να το μάθης. Πρέπει καθώς μοιράζομε οι δυο την ψαρική μας, το ίδιο να μοιράζωμε και τα ονείρατά μας.

Της αυγής η ουράνια η δροσούλα Ραίνει τους βράχους, τα κλαριά, τα χόρτα, τα λουλούδια. Ξανθό το γλυκοχάραγμα προβάλλει απ' ταις κορφούλαις, Κι' ανάρηα-ανάρηα αρχίζουνε τ' αστέρια, το φεγγάρι Ο κυνηγός που ροβολά με ταις Νεράιδες πίσω Φτάνουν ως το χωριό σιμά. Προβαίνει η χαραυγούλα, Κ' ήρθεν η ώρα που ξυπνούν και του χωριού τα ορνίθια Και φεύγουν η Καλόγνωμαις.

Τα όρνηα αναφτερούγιασαν... Τους κυνηγούν... προφτάνουν Και πλημμυρίζουν την αυλή... Η εκκλησιάτη μέση Παραιτημένη, ολόκλειστη... Ιδρόνει ο τοίχος αίμα... Τρίζουνε τα κονίσματα ... Τα βόλια που ανεμίζουν Εδέρνανε τα σήμαντρα και τα βουβά γλωσσίδια Ξυπνούν, λαλούνε νεκρικά... Λες κ' είχε να περάση Κανένα λείψανο απεκεί...

Πού και πού χρειάζεται, έλεγε. Να ξυπνούν τα αίματα!