United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήταν αθώος σαν το νεογέννητο παιδί και ο κόσμος ως τόσο του ρίχτηκε και πρώτη πρώτη η γυναίκα του. «Δε σ' αφίνει ο κακόκοσμος ποτέ ήσυχο»· εσυλλογιζότανε ο ναύτης· «θαρρείς περιμένει τίποτα στραβό, κανένα σκόνταμα, ή αδυναμία καμμιά για να σου ριχτή, να σε σπρώξη να πέσης όλως διόλου ν' αφανισθής για να χαρή αυτός ή και για να σε κλάψη ύστερα

Τo μωρό άνοιγε το στόμα του να κλάψη, χωρίς να βγάζη σχεδόν φωνή, σα μια κούκλα πούχε χαλάσει ο μηχανισμός της.

Έπειτα όλους τους βωμούς, που έχει το παλάτι, όλους τους εστεφάνωσε με στέφανα από μύρτα χωρίς να κλάψη, ή στεναγμό τα χείλη της ν' αφήσουν ή να χαλάση μια στιγμή το χρώμα του προσώπου από το φόβο του κακού, που τηνε περιμένει.

Δεν μας λέει τόνομά του κ' εμείς τραβούμε φούχτες τα μαλλιά από το κρανίο που ουρλιάζει. Ο Alberigo μας παρακαλεί να σπάσουμε τον πάγο στο πρόσωπό του για να μπορή να κλάψη λιγάκι.

Είσαι του λόγου σου μέσα στην καρδιά του κοριτσιού; Πού το ξέρεις κι' αν τον αγαπούσε; Κι' αν δεν τον αγαπούσε ήθελες να τονέ κλαίη τώρα; — Συχώρα με, ματάκια μου, είπε πάλι ο Γιαννιός χαμογελώντας κάτω απ' το μουστάκι του. Σαν είνε έτσι το πράμμα παίρνω πίσω το λόγο μου. Ο Θεός μονάχα να σου χαρίζη ζωή, να μη σε κλάψη του λόγου σου.

Στα τελευταία έδωκε ο Θεός και γεννήθηκε το παιδί. Μα το βασιλόπουλο, μόλις άνοιξε τα μάτια του στον κόσμο και κύτταξε τριγύρω του με τα μεγάλα γαλανά του μάτια, αντί να κλάψη, όπως όλα τάλλα παιδιά, σιγοάνοιξε το στοματάκι του κι' άρχισε να χαμογελά. Όλοι οι μάγοι και όλοι οι σοφοί του παλατιού μαζεύθηκαν απάνω από τη χρυσή κούνια να ιδούν το παράξενο μωρό.

Η μόνη φιλολογία που έχουμε ως την ώρα, και που της αξίζει τόνομα, είναι φιλολογία ποιητική. Άρχισε τώρα κ' η σειρά της άλλης. Το Έθνος πεινάει, και γυρεύει τώρα φαεί. Ζητάει να διαβάση, και διαβάζοντας να γελάση, να κλάψη, να μετανοιώση, να θυμώση, ν' αγριέψη, να πολεμήση, αν είναι ανάγκη.

Μα η Χλόη, άμα παλέψη μαζί σου τον πόλεμο αυτό, θα φωνάξη και θα κλάψη και θα κείτεται με πολύ αίμα σαν σκοτωμένη· εσύ όμως μη φοβηθής το αίμα, μόνε όταν την καταφέρης να σου παραδοθή φέρ' τηνε σε τούτο το μέρος για να μη την ακούση κανένας κι αν φωνάξη· κι αν δακρύση να μη την ιδή κανένας· κι αν ματώση να πλυθή στην πηγή και να θυμάσαι ότι εγώ πριν από τη Χλόη σ' έχω κάνει άντρα.

Μωρ' ο βρωμοκουρδουκέφαλος να πάρη το σπίτι του Ευμορφόπουλου; είσαστε καλά! Πέντε τοπομαχικά θα βάλω στη σκάλα· πέντε τοπομαχικά... Η Ελπίδα στεκόταν σοβαρή μπροστά του, μη γνωρίζοντας αν έπρεπε να κλάψη ή να γελάση με τη θέση του. — Μα καλά, Αριστόδημε, του είπε με φωνή μαλακή· αξίζει τάχα σε σένα, έναν Ευμορφόπουλο, ένα σοφό! να καταντήση σε τέτοια μ' έναν παλιοκουρδουκέφαλο.

Τον είχε κάπου μια βδομάδα εκεί κι ακόμα δεν αποφάσιζε. Γύριζε γύρωτριγύρω στον κορμό, τον κύτταζε και τον ξανακύτταξε, μια πήγαινε κοντά και τον ψηλαφούσε, μια στεκότανε μακρυά· πότε τον εύρισκε καλόν και χαμογέλαε, πότε άσχημον και σούφρωνε τα φρύδια του έτοιμος να κλάψη. — Γιατί μου τα κάνουν αυτά!.. γιατί μου τα κάνουν!.. φώναξε άξαφνα πιάνοντας το κεφάλι με τα χέρια του.