United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ότε ο Μάκβεθ, πριν ή προβή εις τον φόνον του βασιλέως τον οποίον ξενίζει, καταλαμβάνεται υπό δισταγμού εντίμου και ανακηρύττει ότι δεν θέλει να σπρώξη μακρύτερον το πράγμα, τότε πάλιν ο Σατανάς, ό έστιν η σύζυγος του, ενισχύει την εικονιζομένην απόφασίν του. Επέτυχον δ' ευκόλως, καθότι ως προς τούτο ο Σαικσπείρος είναι ότι και αι ιεραί γραφαί: ο ζητών ευρήσει.

Κ' εάν κηρύττω εμπρόςαυτούς, 'πού μας ακούουν, ότι προαίρεσιν δεν είχα να σε βλάψω, εις την γενναίαν σου ψυχήν τούτο ας αρκέση να με απολύσης, και να ειπής πως ένα βέλος έρριξα επάνω από την σκέπην του σπιτιού μου κ' ελάβωσε τον αδελφόν μου. ΛΑΕΡΤΗΣ Τούτο φθάνει διά την καρδιά μου, — μ' όλον ότι αυτή δικαίως έπρεπε να με σπρώξητην εκδίκησίν μου.

Εάν ο νους και η καρδία του δεν έρρεπον προς το κακόν, ουδέποτε ήθελεν ισχύση να τον σπρώξη μέχρι της διαπράξεως του εγκλήματος ο Σατανάς, υπό την μορφήν παρουσιαζόμενος των Μαγισσών ή της συζύγου του. Ο αγαθός Βάγκος είδεν επίσης τας Μαγίσσας, αλλά τα πονηρά Δαιμόνια δεν απευθύνουσι προς εκείνον τον λόγον, διότι γνωρίζουσιν ότι δεν νικάται υπό του πειρασμού.

ΑΜΛΕΤΟΣ Ωιμένα! πεθαίν', Οράτιε· το σφοδρό φαρμάκι πνίγει το πνεύμα μου· δεν θε να ζήσ' όσο να μάθω τα νέ' απ' την Αγγλίαν· μόνον προφητεύω ότιτον Φορτιμπράς η εκλογή θα πέση· έχει από εμέ την επιθάνατην φωνήν μου· ειπέ του αυτό και ακόμη τα μικρά μεγάλα συμβεβηκότα, 'πώχουν σπρώξη — ό,τι απομένει είναι σιωπή.

Τράβα δρόμο σου. Εκείνος ηθέλησε να τον σπρώξη. Ο πατέρας σου άναψε. Τα λόγια του Νικολού ήρθαν ευθύς διάβολοι και του εσήκωσαν τα μυαλά. Δεν το παίρνεις, συλλογίζεται που να χαλάση ο κόσμος. Ή θ' ανεβώ με το μελάτι απάνω ή αφίνω τα κόκκαλά μου εδώ! Καθώς έκαμε να σπρώξη δεύτερη ο βουτηχτής, σηκώνει γροθιά ο πατέρας σου και του δίνει στο στομάχι.

Ήταν αθώος σαν το νεογέννητο παιδί και ο κόσμος ως τόσο του ρίχτηκε και πρώτη πρώτη η γυναίκα του. «Δε σ' αφίνει ο κακόκοσμος ποτέ ήσυχο»· εσυλλογιζότανε ο ναύτης· «θαρρείς περιμένει τίποτα στραβό, κανένα σκόνταμα, ή αδυναμία καμμιά για να σου ριχτή, να σε σπρώξη να πέσης όλως διόλου ν' αφανισθής για να χαρή αυτός ή και για να σε κλάψη ύστερα

Ύστερα η γρηά, σαν ετράβηξε τη στάμνα μέσα, έκαμε πάλι να σπρώξη την πόρτα, για να με κλείση απ' έξω. Εγώ έπιασα με τα δυο χέρια το φύλλο της πόρτας, κ' είπα·Τι κάνουν μέσα; Άκουσα σιγανή ψαλμωδία και διάβασμα παπά. — Βαφτίζουν, μου είπεν η καλόγρηα, με τρόπον που έδειχνε πως ήτον στενοχωρημένη που δεν μπορούσε να με απομακρύνη. Επέρασα το κεφάλι στο άνοιγμα της πόρτας. Ξαφνίστηκα.