United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρόσεχε τώρα· πρώτα θέλει μου ερευνήσης τίνες ευρίσκονται Δανοίτους Παρισίους, ποίοι και πώς, τα μέσα 'πώχουν, και πού μένουν, ποια συντροφιά, τι δαπανούν και άμα με τούτο το κλωθογύρισμα του λόγου μάθης ότι γνωρίζουν τον υιόν μου, ιδού πώς θέλει φθάσης ταχύτερα παρ' αν αμέσως ερωτούσες· δείξε πώς τάχ' από μακρυά μόνον τον ξεύρεις· «τον πατέρα του» ειπέ «και φίλους του γνωρίζω, και αυτόν κάπως». Νοείς τούτο, Ρεϋνάλδε;

Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα• 375 Όποια και αν ήσαι των θεών εσύ, θα σ' απαντήσω. δεν θέλω το και μένω εδώ, αλλά των αθανάτων, 'πώχουν τον μέγαν ουρανόν, αμάρτησα, λογιάζω. αλλά συ 'πε μου, — κ' οι θεοί γνωρίζουσι τα πάντα,— ποιος μ' εμποδίζει των θεών και μ' έδεσε εις τον δρόμο, 380 και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσω.

Τα ραπίσματα συ της Τύχης και ταις χάρες εδέχθης όμοια, κ' είν' ευλογημένοι εκείνοι 'πώχουν αίμα και νουν συγκερασμένα τόσο, ώστε δεν γίνονται φλογέρα να τους παίζη το δάκτυλο της Τύχηςτα κλειδί 'πού θέλει. Άνθρωπον να μην ήναι ανδράποδο του πάθους δος μου, και θα τον φέρωτης καρδιάς τα βάθη, 'ς την καρδιά της καρδιάς μου, καθώς έχω εσένα. Αλλ' ως προς τούτο 'είπα πολλά.

Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Ω ξέν', ήτ' είσ' ανόητος ήτ' έρχεσαι από πέρα, αν ερωτάς γι' αυτήν την γη• και όμως αυτή δεν είναι, όσο την έχεις, άγνωστη• πολλότατοι την ξεύρουν• την ξεύρουν και όσοι κατοικούν προς της αυγής τα μέρη 240 κ' εκείνοι 'πώχουν έμπροσθεν του σκότους τον αέρα• δεν είναι αλογοβόσκητη, νήσος πετρώδης είναι• αλλ' ούτε πάλι πάμπτωχη, αν και όχι εκτεταμένη• σιτάρι' αμέτρητα γεννά, κρασί γεννά ο τόπος• συχνά την βρέχουν η βροχαίς και την ραντίζ' η δρόσος• 245 γίδια και βώδια τρέφονται καλάτην χλωρασιά της, και κάθε δένδρου ζωογονούν τ' αστείρετα νερά της• όθεν η Ιθάκη ακούσθηκεν, ω ξένε, καιτην Τροία, 'που από την γην Αχαϊκή τόσον απέχει, ως λέγουν».

Τώρα γιατί τα σκυλλιά πώχουν αυτόν τον χρωματισμό λέγουνται Γκεσούληδες, δεν μπορώ να σας το ειπώ, γιατί είναι ξένο προς το θέμα μας, κι' έρχουμαι στο Γκεσούλη μου. Η ιστορία, που θα σας διηγηθώ τώρα έγεινε στην Ήπειρο, και λέγω ιστορία, γιατί το διήγημα μου είναι αληθινό, κι' ούτε πολλά χρόνια είναι πώγινε το πράμμα.

ΑΜΛΕΤΟΣ Ωιμένα! πεθαίν', Οράτιε· το σφοδρό φαρμάκι πνίγει το πνεύμα μου· δεν θε να ζήσ' όσο να μάθω τα νέ' απ' την Αγγλίαν· μόνον προφητεύω ότιτον Φορτιμπράς η εκλογή θα πέση· έχει από εμέ την επιθάνατην φωνήν μου· ειπέ του αυτό και ακόμη τα μικρά μεγάλα συμβεβηκότα, 'πώχουν σπρώξη — ό,τι απομένει είναι σιωπή.

ΓΟΝΖ. Σε πιστεύω, Κύριε· και γι' άλλο δεν τόκαμα παρά για να δώσω αιτία τούτων των κυρίων, πώχουν πλευρά τόσο γαργαλιστικά και καλοκίνητα, ώστ' ένα τίποτε τους παρακινεί να γελάνε. ΑΝΤΩΝ. Για το υποκείμενό σου εγελούσαμε. ΓΟΝΖ. Που σε τούτο το είδος τρελλού μετεωρισμού είναι ένα τίποτε μπροστά σας· μην παύετε λοιπόν, και γελάτε ακόμα για ένα τίποτε. ΑΝΤΩΝ. Είδες κοπανιά που μας έσυρε;

Σωκράτης Εις τα ελεγεία, όπου λέγει: πίνε και τρώγε και μαζί κάθου κι' απόλαυέ τους εκείνους πώχουν δύναμι· καλό θα μάθης με καλούς· αλλ' αν κακούς ζυγόνεις, κι' ο νους που έχεις θα χαθή. Εννοείς αν μεταξύ αυτών λέγη αν ειμπορή να διδαχθή η αρετή; Μένων Έτσι μου φαίνεται. Μένων Είναι προφανές. Μένων Μα τον Δία, όχι βεβαίως.

Μια άλλη πάλι φωνή απολογήθηκε λυπητερά: — Μ' εγώ, χαλασιά μου, πώχω να διαβάσω και τα σκουτιά του παιδιού μου. Να και μια άλλη σημείωση για τες γυναίκες του Μικρού-Χωριού, όταν παίρνουν νερό: Όποια έχει να πλύνη σκουτιά απομένει πάντα η κοντινή, όσο μεγάλη κι' αν είναι, εξόν αν είναι πολύ γριά, αλλά οι γριές δεν παν ποτέ για νερό. Το νερό είναι έργο εκείνων, πώχουν μαύρα μαλλιά.