United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και από 'να μονοπάτι, Που γνωρίζει αυτή μονάτη, Τα μεσάνυχτα απογάλι Στα λιβάδια φτάνουν πάλι. Τ' αλογόπλο εκεί κοντά του Να ιδή ανεπάντεχά του Λίγο χόρτο, δεν κρατιέται, 'Σ ταύτο απάνω ευτύς πετιέται· Ω, τι σπάνια, λέει, γλυκάδα, Χλωρασιά και τρυφεράδα, Πώχει τούτη για η χλόη ! Και με όρεξι την τρώει· Μάνα, ας πάψομε οχ τον κόπο Να γυρεύομε άλλο τόπο· Καταφύγι δεν μπορούμε Ωραιότερο να βρούμε.

Η βέργες η καμαρωτές λαμποκοπούν κ' εκείνες, Κ' η περογλιές ξαπλώνονταιτα δίπλατα κρεββάτια Και στην πυκνή τους χλωρασιά καιτον βαθύ τους ίσκιο Την ιδρωμένην αργατιά δροσίζουν, ανασαίνουν, Την αργατιά που ολημερίς όλο τρυγάει κι' απλώνει. Την αργατιά που λαχταρά πότε να πέση ο ήλιος. Πότε να ισκιώσουν τα ριζά να δροσερέψη ο κάμπος.

Ξυστάξυστά πάει σε μιαν άκρη και βλέπει ψηλά τον Παντοκράτορα να κάθεται στον θρόνο του. Έλαμπεν ο ήλιος, έλαμπε και ο θρόνος στο χρυσάφι και τις διαμαντόπετρες. Δεξιά μεριά του Παντοκράτορα εκαθόταν ο Χριστός και γύρω η Δωδεκάδα, οι Απόστολοι σε θρόνους μαλαματένιους. Παρακάτω απλωμένοι στην παχειά χλωρασιά εκάθονταν κοπάδια κοπάδια οι άγιοι και οι όσιοι και οι μάρτυρες.

ΑΝΤΩΝ. Ναι, όξω από τα μέσα για να ζης. ΣΕΒΑΣΤ. Απ' αυτά δεν είναι κανένα, ή λίγα. ΓΟΝΖ. Τι δύναμις και τι θυμός σ' εκείνη τη χλωρασιά! τι πρασινάδα! ΑΝΤΩΝ. Η γη, αλήθεια, είναι λιόκαυτη. ΣΕΒΑΣΤ. Μ' ένα κομμάτι πρασινάδα στη μέση. ΑΝΤΩΝ. Αυτός δεν σφάλλει παραπολύ. ΣΕΒΑΣΤ. Όχι· το μοναχό λάθος του πως είναι βλέπει τα πράμματα ανάποδα. ΣΕΒΑΣΤ. Καθώς είναι απίστευτα πολλά παράδοξα.

Νάχω και σε ψηλήν κορφή καλύβα από ρουπάκια, Νάχω με τα βοσκόπουλα σε κάθε σκάρον γλέντι, Νάχω φλογέρα να λαλώ ν' αντιλαλούν οι κάμποι, Νάχω και κόρην ώμορφη στεφανωτήν μου νάχω, Να μου βοηθάητο σάλαγο, να μου βοηθάητα γρέκια, Κι' όντας θα τα σταλάζουμε τα δειλινάτους ίσκιους, 'Σ της ρεματιάς τη χλωρασιά μαζύ της να πλαγιάζω, Να με κοιμίζη με φιλιάτους δροσερούς της κόρφους.

Η βασίλισσα τουρανού, που μέχει υγρό δοξάρι της, και μηνύτρα, θέλει να τα αφήσης όλα, και νάρθης σε τούτη την χούφτα χλωρασιά, καθ' αυτό εις τούτον τον τόπο, να κάμετε χαρές με την υψηλή της χάρη. Με βία πετούν τα παγώνια της. Σίμωσε, πλούσια Δήμητρα, να την προϋπαντήσης. Μπαίνει η ΔΗΜΗΤΡΑ.

Για δες ο δρόμος πώς στρώθηκε στα πλάγια του με πράσινη χλωρασιά, με κόκκινες παπαρούνες και με άσπρες μεταξένιες ανεμώνες. Για δες οι μυγδαλιές βαρειά ανθισμένες, άσπρες τριανταφυλλένιες, πώς περιμένουν το καμαρωτό σου τ' ανάστημα να τινάξουν απάνω του τα άνθια τους και πέρα οι αγράμπελες να στεφανώσουν τα παιδικά σου στήθη, τη φαρδειά σου μαύρη ζώνη με το χρυσό της κρίκο.

Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Ω ξέν', ήτ' είσ' ανόητος ήτ' έρχεσαι από πέρα, αν ερωτάς γι' αυτήν την γη• και όμως αυτή δεν είναι, όσο την έχεις, άγνωστη• πολλότατοι την ξεύρουν• την ξεύρουν και όσοι κατοικούν προς της αυγής τα μέρη 240 κ' εκείνοι 'πώχουν έμπροσθεν του σκότους τον αέρα• δεν είναι αλογοβόσκητη, νήσος πετρώδης είναι• αλλ' ούτε πάλι πάμπτωχη, αν και όχι εκτεταμένη• σιτάρι' αμέτρητα γεννά, κρασί γεννά ο τόπος• συχνά την βρέχουν η βροχαίς και την ραντίζ' η δρόσος• 245 γίδια και βώδια τρέφονται καλάτην χλωρασιά της, και κάθε δένδρου ζωογονούν τ' αστείρετα νερά της• όθεν η Ιθάκη ακούσθηκεν, ω ξένε, καιτην Τροία, 'που από την γην Αχαϊκή τόσον απέχει, ως λέγουν».