Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Αν τώπιανε στην πεδιάδα, εσώρευε χόρτα απάνω στο σκοτωμένο αγρίμι και χωρίς γαυγητό, γύριζε να βρη τον κύριό του. Το καλοκαίρι φεύγει, κι' έρχεται ο χειμώνας. Οι αγαπητικοί έζησαν χωμένοι στη σπηλιά ενός βράχου. Στο χώμα, σκληρό από την ψύχρα, η παγωνιά άπλωνε το στρώμα των πεθαμμένων φύλλων. Με τη δύναμι της αγάπης, ούτε ο ένας ούτε άλλος δεν αισθάνθηκαν την αθλιότητα της θέσεως τους.

Αυτός ξέρει και τα ταχτοποιεί τόσο καλά για όλους μας. Μ' ένα αλαφρό, ευτυχισμένο χαμόγελο έκλεισε τα μάτια και ξαπλώθηκε καλά για ναποκοιμηθή. Όταν όμως συνόδεψα όξω τα παιδιά, φόρεσα το παλτό μου και κατέβηκα και περπατούσα στους ίδιους δρόμους του κήπου, όπου είχαμε περπατήσει λίγη ώρα πριν με τη γυναίκα μου. Είταν ήσυχο, ξάστερο ανοιξιάτικο βράδι με ψιλή παγωνιά.

Αλλά μήπως αν έφευγον εις τα όρη, δεν θα εκινδύνευον ν' αποθάνουν κ' εκεί εκ των στερήσεων και των κακουχιών; Ο χειμών είχεν ήδη αρχίση με ασυνήθη δριμύτητα και ο Ψηλορίτης είχε καλυφθή προώρως υπό χιόνος. Ολίγον βραδύτερον τοιαύτη παγωνιά κατέλαβε τα πλανώμενα εις τα όρη θύματα της τουρκικής αγριότητος, ώστε πολυάριθμα παιδία, γυναίκες και γέροντες απέθανον.

Θυμάται και τα Γιάννινα τ' αγαπημένα τότε, Και πότε κλαίει τα νηάτα του και την πατρίδα πότε. Κοιμήσουτο ελεύθερο, Καλόγηρε, το χώμα Κι' ουράνια τον ύπνο σου όνειρ' ας νανουρίζουν! Τάρματα ίσως τάθελες κι' αυτού να τάχης στρώμα· Ποιος ξέρει σε τι μαύρη γη, πατέρα, να σαπίζουν! Κοιμήσου. Τώρα χειμωνιά την Ήπειρό μας δέρνει Και κρύο, ξέρα, παγωνιάτα χώματά της σπέρνει.

Και όμως ούτε τ' αγριεμένα κύματα που έχασκαν να μας καταπιούν, ούτε οι ατμοί που μας εστράβωναν, ούτε η παγωνιά που έπηζε το αίμα στις φλέβες, μας εβασάνιζε τόσο, όσο η λάμια που είχαμε ζωντανή μέσα μας και αλυχτούσε κ' έσχιζε με τα νύχια ίδια τα κρέατά της. Θεόστραβη, μωρέ, η πείνα εθέριζε τα σωθηκά!

Έξαφνα γίνηκε παγωνιά και φυσούσε νοτιάς· μου είπαν ότι ο ποταμός είχε ξεχειλίσει, όλα τα ρυάκια επλημμύρισαν, καθώς και κάτω στο Βαλάιμ η αγαπημένη κοιλάδα! «Τη νύκτα μετά τις ένδεκα έτρεξα εκεί έξω.

Θα φέρετε την Ιουλιέταν έξω; ήλθ' ο γαμβρός. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Είναι νεκρή! αποθαμμένη είναι! Αλλοί, αλλοί! ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Να την ιδώ... Τελειωμένη· κρύα· το αίμα εσταμάτησε· εβάρυναν τα μέλη· απεχαιρέτησ' η ζωή τα χείλη της προ ώρας· ο Θάνατος απλώθηκεν επάνω ‘ς το κορμί της, 'σαν παγωνιά παράκαιρη εις δροσερόν λουλούδι. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ώρα κακή μας 'πλάκωσε! ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Ω συμφορά και πίκρα!

Η βασίλισσα τουρανού, που μέχει υγρό δοξάρι της, και μηνύτρα, θέλει να τα αφήσης όλα, και νάρθης σε τούτη την χούφτα χλωρασιά, καθ' αυτό εις τούτον τον τόπο, να κάμετε χαρές με την υψηλή της χάρη. Με βία πετούν τα παγώνια της. Σίμωσε, πλούσια Δήμητρα, να την προϋπαντήσης. Μπαίνει η ΔΗΜΗΤΡΑ.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν