Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
Αν τώπιανε στην πεδιάδα, εσώρευε χόρτα απάνω στο σκοτωμένο αγρίμι και χωρίς γαυγητό, γύριζε να βρη τον κύριό του. Το καλοκαίρι φεύγει, κι' έρχεται ο χειμώνας. Οι αγαπητικοί έζησαν χωμένοι στη σπηλιά ενός βράχου. Στο χώμα, σκληρό από την ψύχρα, η παγωνιά άπλωνε το στρώμα των πεθαμμένων φύλλων. Με τη δύναμι της αγάπης, ούτε ο ένας ούτε άλλος δεν αισθάνθηκαν την αθλιότητα της θέσεως τους.
Δεν ηξεύρεις λοιπόν ότι οι αγαπητικοί, όταν ίδουν λύραν, ή φόρεμα, ή κανέν άλλο πράγμα, από εκείνα τα οποία οι αγαπημένοι των συνηθίζουν να μεταχειρίζονται, παθαίνουν το ακόλουθον πράγμα; Λαμβάνουν γνώσιν της λύρας και σχηματίζουν εις τον νουν των την μορφήν του ανθρώπου, εις τον οποίον ανήκει η λύρα· τούτο δε είναι ξαναενθύμησις.
Κυρά, της λέγει ο βασιλεύς, εγώ μεταβάλλω την απόφασίν μου, και με κάθε δικαιοσύνην σας συγχωρώ το σφάλμα, και σου επιστρέφω την ελευθερίαν, και θέλεις ζήσει διά τον Ταλμούχ, και ο ευτυχής Ταλμούχ θέλει ζήσει δι' εσένα. Υπάγετε το λοιπόν, ω τέλειοι αγαπητικοί, να περάσετε ευτυχώς το επίλοιπον της ζωής σας, και παρακαλώ τον ουρανόν κανένα πράγμα να μη συγχίση πλέον την ησυχίαν σας.
Κάνει χρεία να ομολογήσωμεν, είπεν ο Σεήφ χαμογελώντας, ότι ημείς είμεθα αγαπητικοί και πολλά εξαίρετοι· ο Βασιλεύς παραδίδεται με τες πρώτες ματιές μιας γυναικός ενός πραγματευτού, που προτιμά έναν γέροντα από αυτόν, και εις διάστημα είκοσι χρόνων, και περισσότερον, φυλάττει μίαν τρυφερήν ενθύμησιν της Αροούγιας, χωρίς αυτή να τον ηγάπησεν· εγώ αγαπώ μίαν γυναίκα που εζούσεν εις τον καιρόν του Σολομώντος, και ο βεζύρης ομοίως.
Οι άλλοι αγαπητικοί της έπασχαν και αυτοί να κρατούν την φιλίαν της, δίδοντες και αυτοί μεγάλα χαρίσματα, τόσον που αυτή η γυναίκα επλούτησε από τες γύμνωσές μας. Αφού και έφθειρα όλον το έχειν μου μην έχοντας πλέον να εξοδεύσω, εφοβούμουν πως η αγαπημένη μου δεν θα με ήθελε δεχθή πλέον με εκείνην την προθυμίαν, που με εδέχονταν.
Και τι χαρά που την είχε, οπού όσο μεγάλωνε, τόσο αύξαναν οι αγαπητικοί, τα τραγούδια, η πατινάδες, τα παινέματα στην εμμορφιά την ασύγκριτη, στα μάτια πούλεγαν τόσα και τόσα χωρίς να μιλούνε, στο λυγυρό κορμί, το κυπαρισένιο, στο περήφανο περπάτημα και στα μαλλιά τα μαύρα σαν του κόρακα το φτερό.
Εις ετούτα τα λόγια μου αυτή εχαμογέλασε λέγοντάς μου πως έπρεπε πρώτον να βεβαιωθή καλώς διά την σταθερότητά μου και αν την αγαπώ εκ καρδίας, και ύστερον να κάμη μίαν τέτοιαν απόφασιν· έπειτα από αυτά μου έδειξε πολλές περιποιήσες, που διά συντομίαν τες αφίνω και με τούτον τον τρόπον έμεινα εκεί περισσότερον από οκτώ ημέρας ευφραινόμενος ακαταπαύστως, και απολαμβάνοντας μίαν τέτοιαν γλυκείαν συντροφιάν, την οποίαν κάθε ένας ημπορεί να στοχασθή, που θα είχα δύο τρυφεροί αγαπητικοί.
Κάθε πράμμα όμως στον κόσμο έχει τα όριά του, έχει ένα σημείο που σταματά, για αυτό έφθασε μια μέρα οπού και οι αγαπητικοί της Σμαραγδούλας, ετραβήχτηκαν. Εβαρεθήκαν οι άνθρωποι να ελπίζουν και να παίζουνται· είπαν μεταξύ τους — ουχ άδεφέ, να παρακαλούμε θέμε; ας πάη στο καλό τέτοια γυναίκα, δίχως καρδιά!
Αλλά ο Τριστάνος δε βλέπει το αίμα που ξεβρυσάει και κοκκινίζει, τα σεντόνια. Έξω στο φως του φεγγαριού, ο νάνος είδε με τα μάγια του ότι είχαν σμίξει οι αγαπητικοί. Τρεμούλιασε από τη χαρά του, και είπε στο Βασιληά: «Πήγαινε, κι' αν αυτή τη φορά δεν τους πιάσης στα φόρα, κρέμασέ με!» Πηγαίνουν λοιπόν στο δωμάτιο, ο Βασιλιάς, ο νάνος, και οι τέσσερες προδότες. Ο Τριστάνος τους ακούει.
Έμεινα το λοιπόν γελασμένος ωσάν και άλλοι πολλοί από τα πλαστά σημεία της φιλίας και τα χάιδια, που μου έδειχνεν και εστοχαζόμουν ότι οι άλλοι αγαπητικοί της δεν είχαν την χάριν προς αυτήν καθώς εγώ την είχα, και ενόμιζα πώς ήμουν πλέον ευτυχισμένος από αυτούς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν