United States or Eritrea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένα βουνό από σκόνη μαυρειδερή σέρνεται στο δρόμο, κυλιέται και προβαίνει οκνό, σαν άρρωστο. Ο ήλιος το χτυπά κατακέφαλα και το δείχνει θεριό παράξενο. Η χήτη του κοκκινίζει και καίγεται. Κάποια σημάδια μέσα του σβύνουν και ξαναλάμπουν από στιγμή σε στιγμή, σβύνουν και ξαναλάμπουν σα λεπίδες σπαθιών. Ακούεται βαρύς και βαθύς ο ανασασμός του, βαθύς και βαρύς σα μακρινό μπουμπουνητό.

Και 'ςτής Μαριώς παν' το χωριό και δείχνουνε 'ςταίς κόραις Αράδα-αράδα την ποδιά, και την γνωρίζουν όλαις. Μέσα ςταίς άλλαις έρχεται και της Μαριώς η αράδα, Και κοκκινίζει από χαρά και παίρνει και την ζώνει. Τήνε γνωρίζουνε με μιας του βασιληά οι ανθρώποι, Και τήνε παίρνουνε μαζή, την φέρνουν 'ςτό παλάτι Παίρνουν αυτοί το τάμα τους, και ο βασιληάς την κόρη.

Μην ανησυχείτε, κυρία μου, λέγει ο Σβούρος· ο τροχιόδρομος δεν κόβει, διότι ο Βωτύ από οικονομίαν... δεν τον ακονίζει. Είνε ευχάριστος ασχολία να παρατηρή κανείς την έκφρασιν των μορφών, αίτινες ατενίζουν τον τροχιόδρομον διαβαίνοντα από την Γαργαρέταν. Εκείνο το νεαρόν προσωπάκι, που μειδιά και κοκκινίζει συγχρόνως, νομίζεις ότι λέγει με φιλάρεσκον λίγυσμα του τραχήλου: — Πώς ντρέπουμαι!

Αλλά ο Τριστάνος δε βλέπει το αίμα που ξεβρυσάει και κοκκινίζει, τα σεντόνια. Έξω στο φως του φεγγαριού, ο νάνος είδε με τα μάγια του ότι είχαν σμίξει οι αγαπητικοί. Τρεμούλιασε από τη χαρά του, και είπε στο Βασιληά: «Πήγαινε, κι' αν αυτή τη φορά δεν τους πιάσης στα φόρα, κρέμασέ μεΠηγαίνουν λοιπόν στο δωμάτιο, ο Βασιλιάς, ο νάνος, και οι τέσσερες προδότες. Ο Τριστάνος τους ακούει.

Που αλήθεια τρώγει και κοκκινίζει, Μόνε σε τέτοια τη γλώσσα ορίζει. Κι' έχω μαρτύρους να το βεβιόσουν, Και την αλήθεια να μη προδώσουν. Έχω κυρ Σπίρο τον Αλαμάνο, Οπού μετάνοια βαθιά του κάνω. Τον Μπικιαρούλη, που συχνοπίνει, Τον Νικολάκη που καταπίνει. Κι' ο Μπρούτζος σ' τούτους, κι' ο Οικονομάτης Γραμματισμένος ανοιχτομάτης, Αφ' ού και δώκουν τη μαρτυρία, Δεν είναι άλλη αντιλογία.

Τα λόγια του μετρημένα σαν κορίτσι! Τα μάτια σκυμμένα. Ένα λόγο να του πης κοκκινίζει και γίνεται παπαρούνα. Και τον χάιδευε στον ώμο. Ο Μοναχάκης κοκκίνιζε, έσκυβε τα μάτια. Ο γέρος αναστέναζε. Τάφερνε γύρω για να θυμηθή πάντα τη μακαρίτισσα τη γυναίκα του. — Έτσι ήμουνα κ' εγώ παιδί. Όταν έδωκε ο Θεός και πήρα τη μακαρίτισσα τη μάννα σας, ντρεπόμουνα να της μιλήσω.