Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Κι ανάμεσα στης χινοπωριάτικης βροχής το κρύο κλάψιμο, πιο βαθύ μυστήριο, πιο βαθύς τρόμος, περίχυνε την αγριότη, που με τριγύριζε. Ψηλά στον κατακόκκινο, τον καταπληγιασμένο γίγαντα, ανάμεσα στα ματωμένα στήθη του, μια κορδελίτσα δρόμου, ίσια σα γραμμή συρμένη με χάρακα, κοκκίνιζε εδώ, και μαύριζε εκεί, κ' άσπριζε παραπέρα. Δίχως άλλο κάποιο μονοπάτι είταν. Τ' ακολούθησα με προσοχή, ξαφνισμένος.

Τα λόγια του μετρημένα σαν κορίτσι! Τα μάτια σκυμμένα. Ένα λόγο να του πης κοκκινίζει και γίνεται παπαρούνα. Και τον χάιδευε στον ώμο. Ο Μοναχάκης κοκκίνιζε, έσκυβε τα μάτια. Ο γέρος αναστέναζε. Τάφερνε γύρω για να θυμηθή πάντα τη μακαρίτισσα τη γυναίκα του. — Έτσι ήμουνα κ' εγώ παιδί. Όταν έδωκε ο Θεός και πήρα τη μακαρίτισσα τη μάννα σας, ντρεπόμουνα να της μιλήσω.

Είπε, κι' η άγγιχτη θεά φυσάει μες στο Διομήδη καρδιά, και κάθιζε λαζιές δεξά ζερβά, κι' οι Θράκες ρήξανε απελπισιάς στριγγιές καθώς με το μαχαίρι τους σκότωνε, και κάτου η γης κοκκίνιζε απ' το αίμας.

Αυτήν την εικόνα, μάλιστα, η Νοέμι την αγαπούσε και μερικές φορές την αισθανόταν τόσο ζωντανή και αληθινή πλάι της που κοκκίνιζε και έκλαιγε λες και δέχτηκε την επίθεση ενός εραστή που είχε τρυπώσει κρυφά μες στην αυλή της.

Δεν έβλεπε τον κόσμο όπως και πριν. Ούτε τον κόσμο, ούτε τους ανθρώπους. Αν τώρα θυμότανε την υπόσχεση που έδινε στη μάννα του, κοκκίνιζε σαν παπαρούνα. Η ξυππασιά που είχε για την καταγωγή του, έπεσε αποπάνω του σαν αποφόρι. Στην αρχή μάλιστα ξαφνίστηκε για τούτο. Πίστεψε πως ήταν θεόγυμνος. Ντράπηκε να παρουσιαστή έτσι στο χωριό.

Κοκκίνισε και ντρεπόταν που κοκκίνιζε, αλλά αμέσως πήρε θάρρος και ρώτησε. «Μπορώ να πω κάτι; Εάν είναι λάθος, σαν να μην το είπα.» «Μίλησε.» «Το παιδί δεν μου φαίνεται κακό. Ανατράφηκε άσχημα μέχρι τώρα. Έχασε τους γονείς του τη χειρότερη στιγμή γι’ αυτόν και απόμεινε σαν ένα ολομόναχο παιδί μέσα στους πέντε δρόμους και έτσι χάθηκε. Πρέπει να τον ξαναφέρουμε στο σωστό δρόμο.

Ο Έφις ένοιωθε οργή γι’ αυτή την απάτη και, όταν τα νομίσματα έπεφταν στο καπέλο του συντρόφου του, κοκκίνιζε γιατί του φαινόταν ότι κορόιδευε κι εκείνος τους σπλαχνικούς. Και τα κέρματα έπεφταν, έπεφταν. Δεν φανταζόταν ποτέ ότι υπήρχαν τόσοι φιλεύσπλαχνοι άνθρωποι στον κόσμο.

ένα μήνα; ενώ τα πρισμένα μάτια της ακόμη κοκκίνιζε η πικράδα δολερών δακρύων, ενυμφεύθη. Ω! κακή σπουδή να πέση αμέσωςεπικατάρατα φιλιά! Καλό δεν είναι ούτε καλό τέλος θα λάβη· αλλά, καρδιά μου, πνίγου, επειδή την γλώσσαν πρέπει να κρατήσω. Εισέρχονται ΟΡΑΤΙΟΣ ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ και ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ ΟΡΑΤΙΟΣ Υψηλότατε, χαίρε!

Ήταν ακόμη νωρίς∙ στον φωτεινό ουρανό του δειλινού ξεχώριζαν τα πρώτα αστέρια και πίσω από τον πυργίσκο του μπαλκονιού το λιόγερμα κοκκίνιζε σβήνοντας λίγο λίγο. Γαλήνη βασίλευε στο αυτοσχέδιο χωριό και οι νότες του ακορντεόν, οι φωνές και τα γέλια μέσα στις καλύβες των προσκυνητών έμοιαζε να έρχονται από μακριά.

Κι' εκείνος τ' όπλο αφίνει αφτού στον όχτο πλαγιασμένο μες στις μυρχιές, και σα στοιχιό με το σπαθί μονάχα πηδάει στο ρέμακι' έβαλε κακούς σκοπούς στο νου τουλιανίζοντας δεξά ζερβά, και βογγητά και θρήνοι 20 όλο άπαφτα ακουγόντουσαν που πάντα τους χτυπούσε με το σπαθί, και το νερό κοκκίνιζε απ' το αίμας.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν