Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Πολύ του κακοφάνηκε του Νίκου που έφυγ' έτσι η Λιόλια, χωρίς να την ιδή- μα δεν ταπόδειξε ούτε στη γειτόνισσα, ούτε στους φίλους του Κάθησε ο Νίκος κοντά δέκα μέρες, ολομόναχος στην κάμαρη την έρημη. . . Στη θεια Ελέγκω δεν πήγε ολότελα γιατί ντρεπόταν εξ αιτίας της Λιόλιας, γι’ αυτά πούχαν ακουστή.
Αυτός αντέγραφε για μένα στίχους επί στίχων, από τα ελεγεία τα ρωμαντικά του Αχιλλέως Παράσχου ίσα με τα παθητικά βογγητά της Φωτεινής Οικονομίδου, Σαπφώς που ντρεπόταν παστρικά να μιλήση. Ο φίλος μου ήρθε κάποτε στο σπίτι μου λαχανιασμένος. Μου έφερε τη σημαντικώτατην είδηση πως νέος και μεγάλος ποιητής γεννήθηκε στην Αθήνα, που μπροστά του δύσκολα πια θα μπορούσαν οι άλλοι να κρατηθούν ορθοί.
Κοκκίνισε και ντρεπόταν που κοκκίνιζε, αλλά αμέσως πήρε θάρρος και ρώτησε. «Μπορώ να πω κάτι; Εάν είναι λάθος, σαν να μην το είπα.» «Μίλησε.» «Το παιδί δεν μου φαίνεται κακό. Ανατράφηκε άσχημα μέχρι τώρα. Έχασε τους γονείς του τη χειρότερη στιγμή γι’ αυτόν και απόμεινε σαν ένα ολομόναχο παιδί μέσα στους πέντε δρόμους και έτσι χάθηκε. Πρέπει να τον ξαναφέρουμε στο σωστό δρόμο.
Μόλις βγήκαν από το χωριό άρχισαν οι ερωτήσεις, επειδή ο τυφλός, παρ’ όλο που είχε το δισάκι του γεμάτο, ήθελε να ζητάει ελεημοσύνη από τους διαβάτες, ενώ ο Έφις παρατηρούσε: «Γιατί να ζητάμε, αφού έχουμε;» «Και αύριο; Δεν σκέφτεσαι το αύριο; Τι ζητιάνος είσαι εσύ; Φαίνεται πως είσαι καινούργιος.» Τότε ο Έφις κατάλαβε πως δεν ήθελε να ζητάει επειδή ντρεπόταν, και κοκκίνισε γι’ αυτό.
Σκεφτόταν περισσότερο τη θεία του Νοέμι παρά την Γκριζέντα και του ερχόταν να κλάψει, να γυρίσει εκεί κάτω, να καθίσει πλάι της την ώρα που έραβε μες στην αυλή και ν’ ακουμπήσει το κεφάλι του στα γόνατά της, κάτω από το πανί που έραβε. Έπειτα όμως ντρεπόταν για το όνειρό του, και γύριζε στο παραθυράκι της μικρής, μοναχικής του κάμαρης για να δει τη μητρόπολη του Νούορο.
Ακολούθησε βήμα βήμα τη γυναίκα, έβγαλε τον σκούφο για να τοποθετήσει με δύναμη το κομμάτι το ξύλο κάτω από την πόρτα και περίμενε πάλι με υπομονή να επιστρέψει η ντόνα Έστερ στο πηγάδι για νερό. «Δώστε, δώστε σ’ εμένα», είπε παίρνοντάς της τον κουβά από το χέρι και ενώ ανέβαζε το νερό κοίταζε μέσα στο πηγάδι, για να μην κοιτάζει κατά πρόσωπο την κυρά του, επειδή ντρεπόταν να της ζητήσει τα λεφτά που του χρωστούσε. «Ντόνα Έστερ, δεν βλέπω πια τα δεμάτια με τα καλάμια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν