United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχε τα ίδια γλυκά μάτια, το ίδιο μαυριδερό, λεβέντικο κεφάλι, που κρατούσε ανάμεσα στα μεστωμένα στήθη της, τη νύχτα η Λιώ, η παχουλή και κοντούλα κοπέλλα που κει που άπλονε τα ρούχα πούχε πλύνη πρωί, πρωί, σαν τον είδε κιτρίνησε. Τον κοίταξε ίσα με που χάθηκε αυτός και τ' απόσπασμα, κ' ύστερα κάθησε στη ρίζα μιας συκιάς κι άρχισε να κλαίη κρυφά και σιγαλά τον πόνο της.

Και κάθου, και σιώπαινε·τον λόγον μ' υποτάξου· Μήπως και όλοι οι θεοί, όσοιτον Όλυμπό 'ναι, Δεν σ' ωφελήσουν παντελώς, σιμά ανίσως έρθουν, Οπόταν βάλ' επάνω σου τ ανίκητά μου χέρια. Έτσ' είπε· κ' εφοβήθηκεν η δοξασμένη Ήρα. Και σιωπώντας κάθησε, σφίγγοντας την καρδιά της.

Κάθησε, συλλογίστηκε λιγάκι, σαν να πετούσε ο νους της στα περασμένα, αναστέναξε και άρχισε το παραμύθι, όπως πάντα. — Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα της αφεντιάς σας. Στριμωχθήκαμε όλοι γύρω της κ' εγώ ακούμπησα σαν πάντα στα γόνατά της και την κύτταζα στα μάτια. — Μια φορά κ' έναν καιρό ήτανε μια μεγάλη βασίλισσα... — Την είδες με τα μάτια σου, γιαγιά;.. — Την είδα, παιδάκια μου.

Ο νοικοκύρης του σπιτιού, που μ' είχ' αφήση για μια στιγμή, μπήκε επί τέλους στην κάμαρα: — Με συμπάθειο π' άργησα, μούπε. Έχουμε ανακατωσούρες απόψε, κοιλοπονάει η φαμελιά μου. Και κάθησε κοντά μου με το ψηλό τ' ανάστημα, καμπουριασμένο, το χλωμιασμένο πρόσωπό του ανήσυχο.

Ο Σβεν ξανακρέμασε την εικόνα στη θέση της. Το άλλο πρωί όμως την πήρε πάλι κι αφού την κοίταξε μια στιγμή, ζήτησε της μαμάς να του ξαναπή την ιστορία. Πάλι κάθησε ο Σβεν κι άκουγε και πάλι τέντωσε ξαφνισμένος τα μεγάλα μάτια του. — Πιστεύεις, μαμά, πως ο νέος είναι λυπημένος που θα πεθάνη; είπε. — Ναι, μα η αρρεβωνιαστικιά του είναι περσότερο λυπημένη, απάντησε η μαμά.

Ελάτε, αδρέφια, στους οχτρούς Λενιό μαζί και πράμα 350 δώστε κι' ας φέβγουν, τι ρητούς τώρα αθετώντας όρκους τους πολεμάμε· συφορές για αφτό μας απαντέχουν352 Είπε και κάθησε.

Ο Γιάννης με κύταζε και χαμογελούσε πειραχτικά, σα να μου φάνηκε· κεγώ άρχισα να κλαίω από πείσμα αδυναμίας. Το Βαγγελιό αφήκε σε λίγο το χορό, ήρθε και κάθησε κοντά μου κιαφού με πήρε στα γόνατά της, μούπε. — Γιάειντα κλαις, Γιωργιό μου; Δεν το κατές πως εσέν' αγαπώ; — Και το Γιάννη δεν τον αγαπάς; είπα μαναφιλητό.

Κάθησε να φάμε απόψε, με τους πατέρες, πλαγιάζεις μάλιστα εδώ απόψε, κι αύριο μπονορούλια τους παίρνεις. Έτσι κι έγινε.

Η γριά, γυρίζοντας από τ' ανηλιακό αγκουσεμένη, έλεγε μοναχή της: — Να καλοδεχτώ και να καλοδεχτώ μου λέει πάντα ο κόσμος, κι' ο γυιόκας μ' δεν ηύρε ακόμα δρόμο νάρθη! Κάθησε πάλι σιμά στη γωνιά γονατιστή και ξακολούθησε να κουβεντιάζη μονάχη της: — Μωρέ δε με μέλλ' γι' άλλο, παρά μην τα κλείσω και μείνη αυτό το άτυχο στους πέντε δρόμ'ς!

Αφού κατάπαψε η βοή της χαράς κι' ήρθε στον εαυτό της η Κώσταινα, ο Κώστας βήκε όξω, ξεφόρτωσε το μουλάρι, τώδεσε και το σιλάρωσε, κατόπι γύρισε μέσα κι' αφού έβαλε τα πράγματά του σε μια γωνιά κάθησε σιμά στην παραστιά κι' άρχισε να μολογάη της ξενιτειάς του, τα πάθια: — «Είμουν, είπε, δώδεκα χρονών παιδί, όταν ξεκίνησα για την Ξενιτειά. Πέρασα βουνά, ποτάμια, κάμπους, και θάλασσες.