Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025


Η Ασημίνα, σφίγγοντας το κεφάλι της με τα δυο της τα χέρια, σαν νάθελε να κρατήση τα συλλογικά της, προχώρησε κατά το κρεββάτι του αντρός της, κάθησε δίπλα του στο σκαμνί κι' ακούμπησε το πρόσωπό της απάνω στα γόνατα του, πιάνοντάς του το χέρι. Εκείνος της το τράβηξε απρόσεχτα. Ύστερα ανασηκώνοντας το κεφάλι και κυττάζοντας τον άντρα της με μια σβυσμένη ματιά, αναστέναξε.

Λυπούμαι διά την βαναυσότητά σου, και αν η ανθρωπίνη αχαριστία ηδύνατο ακόμη να με εκπλήξη, θα εξεπληττόμην από την ιδικήν σου. — Πού είναι η Λίγεια; — Εις την λυκοφωληάν, δηλαδή εις του Νέρωνος. Ησύχασε και κάθησε. Εζήτησα από τον Καίσαρα δύο υποσχέσεις. Πρώτον ν' αποσύρη την Λίγειαν από την οικίαν του Αούλου και έπειτα να σου την παραδώση.

Αχ! δε λέω να μ' αγαπήση· ας διή μόνο πόσο την αγαπώ! Και πώς δεν τόβλεπε, πώς δεν το καταλάβαινε που μια φλόγα είταν αναμμένη στα στήθια μου μέσα; Δεν τόννοιωθε; Όχι! Δεν τόννοιωσε μήτε κείνη μήτε κανένας άλλος. Κάθησε τώρα μέσα στο μυαλό μου· και δε βγαίνει πια και βήμα δεν κάμνει που να μην τη διώ.

Η γυναίκα μου κάθησε σήμερα στο πιάνο. Δε θέλει βέβαια να τραγουδήση ακόμα, ωστόσο άκουσα μουσική στο σπίτι μου κ' οι αλλοτινές μελωδίες δώσανε στο πνεύμα μας μια νέα φωτεινότερη διάθεση. Γενικά τον τελευταίον καιρό την κυρίεψε κάτι νέο, κάτι που τάζει περσότερα από το πρωτητερινό. Ξύπνησε στη ζωή και φέρνεται μαζί μας, όπως μια φορά.

Τ' αντρόγυνο γελαστό, ευχαριστημένο πάντα, κάθησε τότε σ' ένα τραπεζάκι, ο άντρας σφούγγισε τον ίδρωτα από το μέτωπο του, και χτύπησε με το χέρι του: — Βάλε μας μισή οκά, παιδί!.... Παραζεματάει σήμερα ήλιος!... Άξαφνα στο πλάι μου, πίσω από την παράγκα, μου φάνηκε πως άκουσα κάτι σαν αναφυλητό. Έσκυψα λίγο.

Αφού σεργιανήσανε όλο το απόγευμα σχεδόν το χιλιοστό μέρος της πολιτείας, τους ωδηγήσανε στο βασιλιά. Ο Αγαθούλης κάθησε στο τραπέζι ανάμεσα στη Μεγαλειότητά του και στον υπηρέτη του τον Κακαμπό και πλήθος κυρίες. Ποτές δεν έγινε λαμπρότερο γεύμα, και ποτές δεν έδειξε κανείς περισσότερο κέφι απ' όσο η μεγαλειότητά του.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Και όρκο σεις πού κάνετε; μήπως στα σιδερένια του Βυζαντίου είδωλα; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Θέλεις να έχης έννοια ποια θεία είνε πράγματα τα πειο σωστά και καθαρά; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μα το θεό, περσσότερο και από κάθε άλλη φορά. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Βέβαια. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Κάθησε λοιπόν εις το σκαμνί το ιερό. Να, κάθουμαι. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Πάρε κι' αυτόν τον στέφανον. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Όχι• μα έτσι κάνουμε σε όσους θα μυήσουμε.

Το κοριτσάκι έπεσε στην αγκαλιά των γονιών του, τους φίλησε, το φίλησαν και πάντα περήφανο, με την πρόστυχη πάντα πόζα του, ανέβηκε κι αυτό, και κάθησε κοντά στον Άγγλο.

Κι ο Δάφνης αφού ανέλπιστα βρήκε και φιλί και τη Χλόη, κάθησε κοντά στη φωτιά κ' έρριξεν από τους ώμους του επάνω στο τραπέζι τις φάσες και τα κοτσύφια· και διηγότανε πως στενοχωρημένος από την κλεισούρα στο σπίτι εβγήκε για κυνήγι και πως άλλα με τα δίχτυα κι άλλα με τα ξόβεργα έπιασε τα πουλιά, που δρέγονταν τα σμέρτα και τον κισσό.

Το λεωφορείο σταμάτησε στη μέση του δρόμου. Οι επιβάτες γύρισαν με περιέργεια και κύτταξαν τη γυναίκα που έμπαινε. Ήταν ντυμένη κατάμαυρα και φορούσε ένα μαύρο μαντήλι στο κεφάλι. Από κάτω απ' το μαντήλι ξεχείλιζαν να ξανθά της μαλλιά και το πρόσωπό της ήτανε μικρούτσικο σαν παιδιακίσιο, παραπονεμένο κι' όμορφο. Η γυναίκα κάθησε σε μια γωνιά με τα μάτια σκυμμένα κάτω.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν