United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να κ' η Κλεισούρα η 'ξακουστήτα πόδια μου προστά μου Βλέπω απ' απάνω, απ' την κορφή, τον τρίσβαθο βυθό της, Κι' ανατριχιάζω ολάκερος, λυγώνεται η καρδιά μου. Παρέκει ένα 'ρημόκλησο φαίνεταιτο πλευρό της, Θαμμένο μέσ' τα χώματα και καταχαλασμένο. Ποιος ξέρει ποιος το χάλασε, ποιο χέρι αφωρισμένο!

Και ανάμεσα, βαθειά, το δάσος καψαλισμένο επρόβαινε από την κλεισούρα με κάποιο αργό λούφασμα, λέγεις κ' επροσπαθούσε να συρθή στην ακρογιαλιά, να χαρή κ' εκείνο το χλιαρό κύμα. Κ' έβγαινεν απ' ολούθε βουή και θόρυβος· από το μελαγχολικό του ζητιάνου οργανέτο και από το βραχνιασμένο λαρύγγι των χαροκόπων.

Κι ο Δάφνης κ' η Χλόη, αφού ήτανε νέοι και γαυριασμένοι κ' εζητούσαν από πολύ πια καιρόν αγάπη, ξάναβαν από όσα άκουαν κ' έλυοναν από όσα έβλεπαν κ' ήθελαν κι αυτοί κάτι περισσότερο από το φιλί κι από τ' αγκάλιασμα· μα πιο πολύ ο Δάφνης, αφού βέβαια εδυνάμωσε από την κλεισούρα όλο το χειμώνα κι από το καθισιό, και τα φιλιά επιθυμούσε και γι' αγκαλιάσματα ελαχτάριζε και για κάθε δουλιά ήτανε πιο περίεργος και πιο τολμηρός.

Ερημιά βασίλευε και νέκρα και σιγαλιά μέσα στην άσωτη κλεισούρα.

Χριστέ μου, προσκυνώ σε, του ξένου μας στη ξενιτιά αρρώστια μη του δίνης. Η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει μεγάλη πάστρα, θέλει μαννούλα στο πλευρό, γυναίκα στο κεφάλι, θέλει αδερφές ολόγυρα να τον καλοτηράνε... Στην Κυρίαν Ψυχάρη. Τρεις ώρες θα περνούσαμε την άσωτη εκείνη κλεισούρα, προτού ν' ανεβούμε ψηλά προς το Βελούχι, όλοι οι στρατοκόποι.

Κι ο Δάφνης αφού ανέλπιστα βρήκε και φιλί και τη Χλόη, κάθησε κοντά στη φωτιά κ' έρριξεν από τους ώμους του επάνω στο τραπέζι τις φάσες και τα κοτσύφια· και διηγότανε πως στενοχωρημένος από την κλεισούρα στο σπίτι εβγήκε για κυνήγι και πως άλλα με τα δίχτυα κι άλλα με τα ξόβεργα έπιασε τα πουλιά, που δρέγονταν τα σμέρτα και τον κισσό.