United States or Czechia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτζι είπε ο Δίας· και σ' αυτά τα θεϊκά του λόγια, Για τους Μπακάκους θλιβερά και μαύρα μοιριολόγια, Ο Άρης αποκρίθηκε, και λέγει προς τον Δία, 575 Δεν είν' δουλιά της Αθηνάς, μήτ' εδική μου αντρεία, Στο χαλασμό των Μπακακών να βάλωμεν εμπόδιο.

Πάντα αλαφρόμιαλοι είναι οι νιοί, μα μ' όσους τύχει ο γέρος, ο γέρος βλέπει πίσω του, βλέπει κι' ομπρός του ο γέρος, πώς πιο καλύτερα η δουλιά να βγει και για τους διο τους110 Είπε, κι' εκείνοι χάρηκαν, οι Δαναοί κι' οι Τρώες, με την ολπίδα απ' τους σκληρούς πολέμους να γλυτώσουν.

Τι ήθελες ν' ανεκατωθής σ' αυτή τη δουλιά, αφού ξέρεις πως η κοπέλλα είνε αρρεβωνιασμένη; αρώτησεν η μάννα το γυιό της. — Εσύ δεν πρέπει ν' ανεκατώνεσαι στης δουλιές μου· είπεν εκείνος·Με τα υποκείμενα που έχεις φίλοι, τον Σερέτη και τον παππά Κρητικό, γρήγορα θα την πάθωμε πάλι, κ' εγώ εβαρέθηκα τα ταξείδια· δε μπορώ πλιο.

Και καταλάει κατόπι με το μαχαίρι ως δώδεκα αρχοντονιούς των Τρώων, 175 και νιους και σκύλους μ' ανοιχτά λαρύγγια μες στα ξύλα τους ρήχνει... α! βάρβαρη δουλιά σοφίστηκε να κάνει!

Κι' η δουλιά τους η πολλή Το υποστατικό ωφελεί, Που καινούργια αγγιά αγοράζουν· Τα κρασιά τους εισοδιάζουν. Αφοντότες αρχινούν, Μ' άλλα μέτρα κι' άλλο νουν,, Τη δουλιά να προτιμήσουν, Κι' ευτυχή ζωή να ζήσουν. Όποιος οκνεύει Και δε δουλεύει, Αυτός γυρεύει Να δυστυχάη. Ο κόπος φέρει Με πλούσιο χέρι Ό,τι συμφέρει Να ευτυχάη· Δεν είναι ο τόπος, Δεν είναι ο τρόπος, Μόν είν' ο κόπος, Ο θησαυρός.

Κι' έλεγε αφτός, κι' όλοι οι θεοί προσεχτικά αγρικούσαν «Ακούστε με όλες οι θεές, κι' όλοι οι θεοί αγρικάτε,, 5 για να σας πω όσα μου ζητάει μέσα η καρδιά στα στήθια· αφτόν κανείς το λόγο μου ας μη ζητάει ν' αλλάξει, μήτε θεός μήτε θεά, μόνε όλοι ναι να πείτε, για να τελειώνει αφτή η δουλιά που θέλω χέρι χέρι.

Τον εφύσαγαν άλλα απειλητικά με ταφρισμένα, διάπλατα ρουθούνια τους. Λεφτό δεν έδινε αφτός· τη δουλιά του. Το κοντό, σβουνιασμένο σκοινί, που αγκάλιαζε πριν τη χοντρή μέση του βοϊδολάτη, δεντρογαλιά φαρμακερή ξετυλίχτηκε τόρα, να σφίξη άσπλαχνα του άμοιρου Λιάρου τα κέρατα. Λες κ' ένιωσε τη συφορά του το μάβρο, ετήραε τον άγριο βοϊδολάτη μ' ένα βουρκωμένο στο παράπονο, παιδιακήσιο ανάβλεμμα.

Τότες του λέει ο Αχιλιάς γλυκόλαλα του γέρου «Να, γέρο μου, όξω πλάγιασε, μην τύχει και προβάλει 650 κανείς εδώ άξαφνα αρχηγός, γιατί έρχουνται πολλοί τους κι' αντάμα εδώ σαν αδερφοί κάθε δουλιά μιλάμε.

Εκεί έφυγα και γλύτωσα, τι μ' όλους τους θυμούς του 260 σταμάτησε από σεβασμό, μη χολοσκάσει η Νύχτα. Τώρα άλλη πάλε αφτή μου λες δουλιά άπρεπη να κάνω

Ανάμεσα στα φύλλα του φουντωτού φτελιά, Του δροσερού Πλατάνου, μ' ασίγητη λαλιά, Το καλοκαίρι όλο ο Τζίντζιρας περνάει, Λαλόντας πάσα ημέρα, μήτ' άλλο μεριμνάει. Ο Μύρμηγκας ωστόσο σ' αδιάκοπη δουλιά, Θροφή για το χειμώνα συνάζει στη φωλιά.