United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατά το δειλινό, σαν άρχισε να γέρνη ο ήλιος, ο ένας ο εργάτης, εκεί πού έσκυφτε στη δουλειά του, κι' ο Γιάννης, με το τσιμπούκι του αναμμένο, εκάθητο σ' ένα μεγάλο κούτσουρο, και τον εκύτταζε πώς δουλεύει, δύο-τρία βήματα παρέκει, εκεί ο εργάτης βρίσκει κάτω στη γης ένα τάλλαρο, κολοννάτο.

Και είδες σε μιαν οικογένεια, σαν όλοι είναι γεροί και δουλεύει ο καθένας, πόση ευτυχία και πόση χαρά βασιλεύει, και τι προκοπή; Ο καθένας ξέρει τη θέση του, δε λαθεύει, και βοηθεί και τους άλλους.

Κι' η δουλιά τους η πολλή Το υποστατικό ωφελεί, Που καινούργια αγγιά αγοράζουν· Τα κρασιά τους εισοδιάζουν. Αφοντότες αρχινούν, Μ' άλλα μέτρα κι' άλλο νουν,, Τη δουλιά να προτιμήσουν, Κι' ευτυχή ζωή να ζήσουν. Όποιος οκνεύει Και δε δουλεύει, Αυτός γυρεύει Να δυστυχάη. Ο κόπος φέρει Με πλούσιο χέρι Ό,τι συμφέρει Να ευτυχάη· Δεν είναι ο τόπος, Δεν είναι ο τρόπος, Μόν είν' ο κόπος, Ο θησαυρός.

Αν την αγαπά ακόμη και αν ο έρως του προς την άλλην. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Ο έρως του προς την άλλην θα είναι καπρίτζιο. Δεν μπορεί να είναι παρά καπρίτζιο. Είναι αδύνατον ο Κώστας να αγαπήση στα σωστά του γυναίκα του είδους αυτού. Έ μ μ α. Καλέ μην ανησυχήτε και δεν έχει αυτή καιρόν να καλλιεργή τέτοιες αισθηματικότητες. Αυτή τρέχει από παλάτι σε παλάτι και από χαρέμι σε χαρέμι. Δουλεύει ακούραστα.

Δουλεύει, δουλεύει εκεί μέσα με το κορμί του, με το νου του, με τη ψυχή του δουλεύει. Αν οι αφεντάδες του όλοι είτανε Χαφούσηδες, ένας ένας τους θα ξεκάμνανε χτήματα και χωράφια, και θα γυρίζανε στης Ανατολής τα μαύρα τα βάθια. Όλοι τους όμως δεν είναι Χαφούσηδες· τους ίδαμε στην απάνω την Αγορά. Ως τόσο ο πατριώτης μας όλο δουλεύει, όλο νοικοκυρεύεται.

Τι ήταν εκείνοι μπροστά στους Μορφόπουλους τον καιρό που έκαμε καταδώθε ο παππούς σου; Καν τίποτα· τ' όνομά τους καλάκαλά δεν ήξεραν. Πήρε ο παππούς τη γη τους με το φύσημα. Τώρα με ξένη βοήθεια πήρανε πάλε το δικό τους· και ριχτήκανε στη δουλειά με τα μούτρα. Να· αυτός ο Θεομίσητος κύτταξε αφέντη πως δουλεύει. Περβόλι τόκαμε το μετόχι του.

Την ώραν, οπού πέφτανε τα μάγια στην οβίρα, Κι’ έπλεαν άλλα στο νερό, σα να είτανε σκουπίδια, Κι’ άλλα βυθίζονταν σιγά στον άπατο βυθό της, Αρχίνησε ένα χούχλασμα, μια ταραχή μεγάλη, Που βούιζεν ο φάραγγας πέρα και πέραν όλος.... Τα μάγια ανακατόνονταν και τάδερναν οι χούχλοι, Σαν τα σκουτιά η νεροτροβιά, που μέσα της δουλεύει, Και πότε φαίνονταν ψηλά στους χούχλους ν’ αναιβαίνουν, Και πότε χάνονταν βαθυά στο βύθο της οβίρας.

Κι α μας διαβάζη σήμερα ένα Ρωμιόπουλο, όχι στα χίλια, παρά και στις δέκα χιλιάδες, ας μην το ξεχνούμε πως τους κατοπινούς μας θα τους διαβάζη η Ρωμιοσύνη όλη με τον καιρό. Έτσι πρόκοψαν όλες οι αλήθειες ως την ώρα, κι ας μη στενοχωριούμαστε που δε δουλεύει ο φυσικός ο νόμος πιο γλήγορα για τα μας. Πάντα δικός σου ΑΡΓΥΡΗΣ ΕΦΤΑΛΙΩΤΗΣ

Θα σου πη πως οι ρωμαίικες οι εφημερίδες είναι για τα παιδιά που τις γράφουν, και για μερικούς που το κάμνουνε δουλειά τους. «Εμένα δεν είναι δουλειά μου», θα σου πη. «Αυτά γίνουνται στην Ευρώπη», μπορεί να σου πη. Εκεί κάθε γνωστικός πολίτης δουλεύει, άλλος κρυφά κι άλλος φανερά, για τον τόπο του, μπορεί να σου πη. Βλέπεις; Όλα τα ξέρει.

Δεν είχε τόπο να πάρη αγέρα ο νους του, δεν ανέβηκε σαν μπαλλόνι στα σύννεφα, μόνο στάθηκε στον τόπο που τονε βάλανε να δουλέψη, και δούλεψε, δούλεψε ώσπου έγεινε Κράτος δυνατό και μεγάλο. Έσπασε τα μούτρα των Σέρβων, κι ακόμα δουλεύει και μεγαλώνει, να σπάση και τα δικά μας, όσα μας μένουν. Ας του πούμε να μας φέρη ένα σαλέπι, να κατέβη η πίκρα. Άλλη γιατρειά δεν έχει αυτός ο πόνος.