United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι’ όσο ανεβοκατέβαιναν τα μάγια απάνω κάτω, Κι’ έβραζεν όλο το νερό και χόρευαν οι χούχλοι, Εχόρευε κι’ η Μάγισσα τρογύρω στην οβίρα, Και φτυούσε μέσα κι’ έλεγε παράξενα τραγούδια, Στους πλειό παράξενους σκοπούς, σαν άγρια μυρολόγια: « Βγάτε από μέσα όλοι, -όλοι-όλοι-όλοι.... » Τρισκατάρατοι διαβόλοι, -όλοι-όλοι-όλοι.... » Και πετάτε με ορμή-μή-μή-μή.... » Στ’ ανερώτευτο κορμί, -μί-μί-μί.... » Την πανώρια Κορασιά, -σιά-σιά-σιά.... » Πώχει πέτρα την καρδιά, -διά-διά-διά.....

Την ώραν, οπού πέφτανε τα μάγια στην οβίρα, Κι’ έπλεαν άλλα στο νερό, σα να είτανε σκουπίδια, Κι’ άλλα βυθίζονταν σιγά στον άπατο βυθό της, Αρχίνησε ένα χούχλασμα, μια ταραχή μεγάλη, Που βούιζεν ο φάραγγας πέρα και πέραν όλος.... Τα μάγια ανακατόνονταν και τάδερναν οι χούχλοι, Σαν τα σκουτιά η νεροτροβιά, που μέσα της δουλεύει, Και πότε φαίνονταν ψηλά στους χούχλους ν’ αναιβαίνουν, Και πότε χάνονταν βαθυά στο βύθο της οβίρας.

Συνέφιασαν από θυμό της Μάγισσας τα μάτια, Βλαστήμησε και χτύπησε στο χώμα το ποδάρι, Βούτησε το ξυγγόκερο μες στη βαθειάν οβίρα, Εγούρλωσε τα μάτια της και σταύρωσε τα χέρια Κι’ είπε στο Γιάννο ξέκαρδα και με περίσσια λύπη : Πήγαν οι μαύροι κόποι μας χαμένοι πέρα-πέρα!