United States or American Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ημέραις έξι ολόκληραις οι σύντροφοι μου ετρώγαν από τα βώδια, 'πώκλεψαν, τα εξαίρετα του Ηλίου, αλλ' ότε ο Δίας έφερε την έβδομην ημέρα, έπεσε τότ' ο άνεμος, και δεν φυσομανούσε• 400 κ' εμείς το πλοίο ρίξαμετα διάπλατα πελάγη, τεντόνοντας τα κάτασπρα πανιά 'ς τ' ορθό κατάρτι. αλλ' ότε οπίσω αφίναμε την νήσο, και καμμία γη άλλη, μόνον ουρανός και θάλασσα εφαινόνταν, σύννεφο μαύρο έστησεν ο Δίαςτο καράβι 405 επάνω, κ' εσκοτάδιασεν η θάλασσ' από κάτω• κ' έτρεχε το πλεούμενον, αλλ' όχι πολλήν ώρα, τι ογλήγορ' ήλθε ο Ζέφυρος σφικτά φυσομανώντας, κ' η ανεμοζάλη σύντριψε το 'να και τ' άλλο ξάρτι• και το κατάρτι εβρόντησεν οπίσω• τ' άρμενά του 410την γάστραν όλα εχυθήκαν, κ' εκείνο αυτούτην πρύμη τον κυβερνήτη κτύπησετην κεφαλή, και άμ' όλα τώσπασε ομού τα κόκκαλα της κεφαλής• κ' εκείνος έπεσ', ως πέφτει ο βουτηκτής, 'ς το κύμα κ' ενεκρώθη• σύγχρονα ο Δίας βρόντησε, κεραύνωσε το πλοίο• 415 ολόβολο το ετίναξεν ο κεραυνός του Δία, και θειάφη όλο το γέμισεν• οι σύντροφοι μου επέσαν, και εις το καράβι ολόγυρα, 'ς τα κύματα, ως κουρούναις επλέαν• θεία θέλησι τους πήρε την πατρίδα. κ' εγώτο πλοίο γύριζα, ως ότου της καρίνας 420 τα πλευρά πήρε η τρικυμιά, κ' έπλεε γυμνήτο κύμα. και το κατάρτι επάνω της εσύντριψε, αλλ' ακόμη ήτο από βωδοτόμαρο λουρί προσκολλημένο• μ' εκείνο αφού σφικτόδεσα κατάρτι και καρίνα, εκάθισα και μ' έπαιρνεν η λύσσα των ανέμων. έπαυσε τότε ο Ζέφυρος και δεν φυσομανούσε, 425 αλλ' ήλθε ο Νότος πετακτά, 'ς οδύναις να με ρίξη, την πάγκακη την Χάρυβδι και πάλι να μετρήσω. ολονυκτής εδέρνομουν, και ο ήλιος άμ' εφάνητην φρικτήν ήλθα Χάρυβδι, και ς' την κορφή της Σκύλλας• 430 και ως κείνη εξαναρούφησε την άρμην, επετάχθηντην υψηλήν αγριοσυκιά, και αυτού 'σαν νυκτερίδα προσκόλλησ' όλο το κορμί• δεν είχα που να στήσω το πόδ' ή επάνω ν' αναιβώ• μακράν η ρίζαις ήσαν, και οι κλώνοι της εξέβγαιναν ανάεροι, μεγάλοι, 435 και κάτω εις την Χάρυβδι τον ίσκιο τους απλόναν. σφικτά κρατιόμουν, ως να ιδώ κατάρτι και καρίνα να μου ξεράση πάλι αυτή• κ' εστέναξα όσο να 'λθουν. και ότε ο κριτής την σύνοδο για να δειπνήση αφίνει, αφού πολλών ξεδιάλυσεν ανδρών φιλονεικίαις, 440 τα ξύλ' από την Χάρυβδι τότ' εφανερωθήκαν. τα χέρια τότε απόλυσα, τα πόδια, 'ς τον αέρα, 'ς το κύμα μέσα εβρόντησα παρέξω από τα ξύλα, κ' έλαμνα με τα χέρια μουεκείν' αποθωμένος. την Σκύλλα να ξαναϊδώ δεν άφησε ο πατέρας 445 θεών και ανθρώπων• άφευκτα θα μ'εύρισκεν ο χάρος.

Επιστρέφοντας είδαν τον Έφις να σηκώνεται με κόπο ακουμπώντας το χέρι στο σκαλοπατάκι. Τότε η Νοέμι, κάτω από την επίδραση ακόμα του ελέους και της αγάπης του Θεού, πήρε είδηση για πρώτη φορά ότι ο υπηρέτης είχε το κακό του χάλι: γέρος, θλιβερός, με ρούχα που έπλεαν επάνω του, και άπλωσε το χέρι για να τον βοηθήσει να σηκωθεί.

Ανεχώρησαν δε οι Πελοποννήσιοι εκ της Ρόδου και έπλεαν ήδη με όλον τον στόλον, ότε, φθάσαντες πλησίον του Τριοπίου, διέκριναν εις το πέλαγος τα πλοία των Αθηναίων ερχόμενα εκ της Χάλκης. Επειδή όμως κανέν εκ των δύο μερών δεν ήθελε να αρχίση την επίθεσιν, οι μεν Αθηναίοι απεχώρησαν εις την Σάμον, οι δε Πελοποννήσιοι εις την Μίλητον.

Ο δε Χαλκιδεύς και ο Αλκιβιάδης, ενώ έπλεαν, εμπόδιζαν όλα τα πλοία, όσα συνήντων, φοβούμενοι μήπως τα ίδουν οι Αθηναίοι.

Απ' έξω ήτο ένας μικρός καθρέπτης, ο οποίος εσχημάτιζε λίμνην. Τριγύρω εις την λίμνην ήσαν στημένα μερικά δένδρα, εις δε την λίμνην μέσα έπλεαν τρεις κύκνοι. Επί του όλου ήτο ωραίον πράγμα ο πύργος αυτός, αλλά το ωραιότερον από όλα ήτο μία νέα κυρία, η οποία έστεκεν εμπρός εις την ανοικτήν θύραν του πύργου.

Εν τούτοις οι Αθηναίοι, οι οποίοι εκ της Σάμου έπλεαν κατά της Χίου μετά των στρατευμάτων των, δεν εχωρίζοντο από του εχθρού, ειμή υπό του λόφου, όπισθεν του οποίου είχαν αγκυροβολήσει· αλλά δεν έβλεπαν αλλήλους. Διαρκούσης της νυκτός επιστολή εστάλη υπό του Πεδαρίτου, αναγγέλλουσα ότι Ερυθραίοι αιχμάλωτοι εις Σάμον και αφεθέντες επί σκοπώ προδοσίας είχαν φθάσει εις Ερυθράς.

Ηκούσθη μέγας πλαταγισμός. Τα δύο πλάσματα έπλεαν εις το νερόν της στέρνας. Η μεγαλειτέρα κορασίς έρρηξεν οξείαν κραυγήν, ήτις αντήχησεν εις την μοναξίαν της εσπέρας. — Μα . . .! Εξ εμφύτου ορμής, η Φραγκογιαννού έστρεψε το πρόσωπον προς την λευκήν καλύβην, όπου μέχρι τούδε είχεν εστραμμένα τα νώτα.

Αλλ' οι Πάραλοι, ενώ έπλεαν προς το Άργος, συνέλαβαν τους πρέσβεις εκείνους και τους παρέδωκαν εις τους Αργείους, ως αποτελούντας μέρος των κυριωτάτων ανατροπέων της δημοκρατίας· και αυτοί οι ίδιοι δεν επέστρεψαν πλέον εις Αθήνας, αλλ' ήλθαν με τα πλοίά των εις την Σάμον φέροντες και τους πρέσβεις των Αργείων.

Την ώραν, οπού πέφτανε τα μάγια στην οβίρα, Κι’ έπλεαν άλλα στο νερό, σα να είτανε σκουπίδια, Κι’ άλλα βυθίζονταν σιγά στον άπατο βυθό της, Αρχίνησε ένα χούχλασμα, μια ταραχή μεγάλη, Που βούιζεν ο φάραγγας πέρα και πέραν όλος.... Τα μάγια ανακατόνονταν και τάδερναν οι χούχλοι, Σαν τα σκουτιά η νεροτροβιά, που μέσα της δουλεύει, Και πότε φαίνονταν ψηλά στους χούχλους ν’ αναιβαίνουν, Και πότε χάνονταν βαθυά στο βύθο της οβίρας.