United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ετούτο δε γνωρίζοντες οι γρυπαράδες έσπευσαν να εξασφαλίσουν την τράταν, φοβούμενοι μη ευρεθώσιν εκτεθειμένοι κατόπιν, όταν θα ήτο αδύνατον να προλάβουν τον κίνδυνον, όστις εκρήγνυται αμέσως και αποτόμως ως από μήνιν Θεού. Αλλ' ήτο αποφασισμένον ως φαίνεται να κινδυνεύσουν αυτήν την νύκτα.

Οι αυλικοί ακολουθούντες τον Νέρωνα ανεχώρησαν και αυτοί Ο Πετρώνιος και ο Βινίκιος διέτρεξαν το διάστημα σιωπηλοί, φοβούμενοι διά την τύχην της Λιγείας. Το φορείον εσταμάτησεν έμπροσθεν της επαύλεως. Κατήλθον. Αμέσως τους επλησίασε μία σκοτεινή μορφή. Ο ευγενής τριβούνος Βινίκιος είνε εδώ; — Εγώ είμαι απήντησεν ο τριβούνος. Τι με θέλετε; — Είμαι ο Ναζάριος, ο υιός της Μαριάμ.

Συνήθως οι μάλλον περιωρισμένον πνεύμα έχοντες εδέσποζον επί των άλλων διότι φοβούμενοι μήπως ένεκα της ανικανότητάς των και της συνέσεως των εναντίων νικηθούν υπό της ευγλωττίας των και προληφθούν υπό του πολυμηχάνου πνεύματος των εχώρουν τολμηρώς εις τα έργα.

Άμα δε ήλθεν η άνοιξις του ακολούθου θέρους, οι Χίοι επέσπευσαν την αποστολήν του στόλου φοβούμενοι μήπως οι Αθηναίοι μάθουν τα τεκταινόμενα, διότι όλαι εκείναι αι διά πρέσβεων διαπραγματεύσεις εγίνοντο κρυφίως.

Και οι μεν Αιγινήται δεν έπεμψαν πρέσβεις αναφανδόν, φοβούμενοι τους Αθηναίους, κρυφίως όμως συνετάσσοντο με την γνώμην των Κορινθίων, και επρότεινον όχι ολιγώτερον ενθέρμως τον πόλεμον, προφασιζόμενοι ότι δεν απήλαυον της ανεξαρτησίας της απονεμομένης υπό των συνθηκών.

Όταν δε ο Λυκόφρων διωκόμενος από μίαν οικίαν μετέβαινεν εις άλλην, απεδιώκετο πάλιν και εξ αυτής, διότι ο πατήρ ηπείλει εκείνους οίτινες τον εδέχοντο και τους διέτασσε να τον διώκωσιν. Ούτω δε διωκόμενος μετέβαινεν από οικίας εις οικίαν· οι δε φίλοι του, καί τοι φοβούμενοι, τον εδέχοντο ως υιόν του Περιάνδρου.

Εις την πεδιάδα το ψύχος ήτο δριμύ· ο ουρανός βαρύς και κατάμαυρος· η γη υγρά, ωσεί ουδέποτε ακτίνες ηλιακαί έπεσον επ' αυτής· ο αήρ, επιπνέων αδιακόπως, μετέβαλλε την επιφάνειάν της εις σκληρόν κρύσταλλον. Η Μάρω και ο Γιάννος, φοβούμενοι ήδη τους ενοίκους του πύργου, έφευγον μετά τάχους.

Αν πάλι μου το κρύψετε αυτό από φόβον, φοβούμενοι μη φίλο σας ή τον εαυτό σας βλάψετε, τουτ’ ακούσατε που εγώ κηρύττω: Να μη δεχθή τον ένοχον κανείς, κανείς σας στο σπίτι του° να μη δεχθή να του μιλήση, μήτε στας δεήσεις σύντροφον να τόνε λάβη, ακόμη ούτε τους χέρνιβας να του προσφέρη.

Και το μεν ιππικόν των Σκυθών πάντοτε έτρεπεν εις φυγήν το ιππικόν των Περσών, οι δε ιππείς των Περσών φεύγοντες κατέφευγαν εις το πεζόν· οι δε Σκύθαι αφού έτρεπον το ιππικόν υπέστρεφον φοβούμενοι τον πεζόν στρατόν. Τοιαύτας προσβολάς έκαμνον οι Σκύθαι και κατά τας νύκτας.

Εν τη οργή της ουδέ του σίτου ηυλαβείτο, του σίτου ο οποίος θεωρείται μεταξύ των χωρικών, ως το μεγαλείτερον δώρον του Θεού και ορκίζονται εις αυτόν να τον επιθυμήσουν, φοβούμενοι την έλλειψίν του ως μέγα τι, και αυτόν ήδη κατηράτο διότι ευρέθη εις τοιαύτην ώραν.