United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τέχνην αν είχον διδαχθή, την εγκατέλειπον χάριν της αστάτου ερωμένης, της θαλάσσης. Εν τοσούτω ο πρώτος υιός του μαστρο-Στεφανή δεν έπαυσε ποτέ να είνε και ολίγον βαρελάς αν και τον περισσότερον καιρόν εταξείδευε με τα καράβια. Κατά Ιούλιον ή Αύγουστον ήρχετο πάντοτε, κ' έμενεν επ' ολίγους μήνας βοηθών τον πατέρα του. Εμεγάλωσεν, ενυμφεύθη, κ' έγεινε καλός και φρόνιμος άνθρωπος.

Όλα έβλεπε μειδιώντα πέριξ της, ουχί ότι εμειδίων δι αυτήν, διότι δεν είχε ζηλευτήν τύχην, αλλά δύναμαι να είπω ότι η νέα τοις εδάνειζε το μειδίαμα τούτο, επιστρέφον και αντανακλώμενον επ' αυτήν, και εις αυτήν μόνην ορατόν. Αλλά δεν ηδυνήθη ποτέ να εννοήση και την μοχθηρίαν της γραίας ταύτης. Έλεγεν αφελώς·Τι σου έκαμα;...

Εις την πεδιάδα το ψύχος ήτο δριμύ· ο ουρανός βαρύς και κατάμαυρος· η γη υγρά, ωσεί ουδέποτε ακτίνες ηλιακαί έπεσον επ' αυτής· ο αήρ, επιπνέων αδιακόπως, μετέβαλλε την επιφάνειάν της εις σκληρόν κρύσταλλον. Η Μάρω και ο Γιάννος, φοβούμενοι ήδη τους ενοίκους του πύργου, έφευγον μετά τάχους.

Μικρόν κατά μικρόν οι όμιλοι των εργατών, με τας αξίνας επ' ώμου διασκορπίζονται, άλλος εδώ, άλλος εκεί και η αγορά μένει έρημος καθ' όλην την ημέραν, με τους καταστηματάρχας μόνον, τους προύχοντας, τους θηρευτικούς δικολάβους, τους πολυασχόλους ιατρούς, μακαρίως διημερεύοντας εις τα βρωμερά καφενεία και τους μπακαλόπαιδας, βράζοντας τα κουκία ή καθαρίζοντας της ζυγαριές των.

Ο Γιάννης της Στάμαινας δεν εφοβείτο ούτε τα στοιχειά ούτε τους βρυκόλακας. Έφερεν επ' ώμου την καραβίναν του, την οποίαν είχε λάβει αφ' εσπέρας από την δημαρχίαν. Το μέρος, όπου έβαινεν, αντίκρυζε το νεκροταφείον της κωμοπόλεως. Ήτο την νύκτα της τετάρτης, περί τα τέλη Ιανουαρίου, πέντε ημέρας μετά την ταφήν του μικρού Στέλιου.

Έστρεψε την επιτίμησιν των μαθητών κατ' αυτών τούτων· εδυσφόρησε τόσον προς αυτούς, όσον εκείνοι προς τους γονείς και τα παιδία. «Άφετε τα παιδία», είπε, με λέξεις τας οποίας έκαστος των συνοπτιστών διετήρησεν ημίν εν τη αθανάτω αυτών τρυφερότητι, «Άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς Με, και μη κωλύετε αυτά, των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών». Και αφού τα περιεπτύχθη εις τους βραχίονάς Του, έθεσεν επ' αυτά τας χείρας και τα ευλόγησε, προσέθηκε πάλιν την συνεχώς αναγκαιούσαν, και διά τούτο συνεχώς επαναλαμβανομένην, νουθεσίαν, «ος αν μη δέξηται την βασιλείαν των ουρανών ως παιδίον, ου μη εισέλθη εις αυτήν».

Ο ναυβάτης ο εντός της βάρκας εκτύπησε την φώκην μ' ένα πέλεκυν, την αιμάτωσε, το κύμα εκοκκίνισεν επ' ολίγον. Η φώκη ήσπαιρεν εν αγωνία. Ο νεαρός αλιεύς κατώρθωσε να σφίξη τον λαιμόν με μίαν θηλειάν, και καλέσας τον άλλον σύντροφόν του εις βοήθειαν κατώρθωσε τη βοήθεια αυτού, με κίνδυνον να βουλιάξη η φελλούκα, ν' ανασύρη επάνω την φώκην. Η γραία Χαδούλα αγνάντευεν, αγνάντευεν εις το πέλαγος.

Αν δ' η αναπνοή των άφινε νέφος αχνού επί της κάννης ή ο άνεμος έφερε κάρφος τι επ' αυτού, όλοι έσπευδον, άλλος διά της άκρας της φουστανέλλας και άλλος διά της χειρίδος του υποκαμίσου, να το απαλείψουν, κολακευόμενοι.

Η εντύπωσις δε αύτη του έδιδεν, οσάκις την έβλεπε, μίαν τρελλήν επιθυμίαν να την υψώση εις τα χέρια του, να την περιβάλη όλην εις την αγκάλην του και να την φιλή, να την φιλή επ' άπειρον, να την λυώση εις τας φλόγας των πόθων του.

Του ενθύμησεν όλας τας συνομιλίας των, εκεί κάτω εις τα βαλανεία, τους μακρυνούς περιπάτους των εις την Ιεράν Οδόν, και την εσπέραν εις τας μεγάλας επαύλεις με τον ψίθυρον των πιδάκων, υπό τας ανθίνους αψίδας ότε είχον ενώπιον των τας ωραίας της Ρώμης εξοχάς. Τον εκύταζεν όπως άλλοτε προστριβομένη επ' αυτού με θωπευτικάς κινήσεις. Αλλ' ο Αντίππας την απώθησεν.