United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αι εικόνες έλαμπον προ των αναφθέντων κηρίων, και τα εζωγραφημένα πρόσωπα των αγίων εμειδίων, θαρρείς, εξ ευχαριστήσεως. Προσηυχήθησαν ακόμη. Η νεάνις εκόλλησε και μίαν πεντάραν εις την εικόνα του αγίου και ο άγιος την εδέχθη. Ησπάσθησαν τας εικόνας, έρριψαν και άλλο έλαιον εις τας κανδήλας «να ξενυκτίσουν», τόσον δε πολύ ώστε εξεχείλισαν, και εχύνετο κάτω εις της πλάκες, κ' εξήρχοντο.

Οι παραπονούμενοι ήσαν γνωστοί μου· γνωρίζουσα δε, ότι οι κούρκοι και ο καμπανίτης δεν έχουσι συνήθη των διαμονήν τας τραπέζας των, εμειδίασα και σχεδόν ανεκάγχαζον. Η ευάρεστος αυτή τροπή διέλυσε την προτέραν μου δυσθυμίαν, και ότε επέστρεψα εις την οικίαν μου, εμειδίων ακόμη με τους δυσκόλους εκείνους συνδαιτυμόνας. Συ χορεύεις; πώς δεν μου γράφεις τίποτε; Εν Αθήναις, τη 28 Ιανουαρίου 1880.

Όλα τριγύρω εμειδίων, εψιθύριζον, έψαλλον. Ήστραπτον εδώ κι' εκεί των λιμνών τα νερά· έν αίσθημα γαλήνιον, φωτεινόν, συνήρπαζε την ψυχήν . . . Τότε την είδε πρώτη φοράν. Ανάστημα θεάς, κόμη εις εβενώδεις βοστρύχους, οφθαλμοί μαγίσσης μελανόφαιοι, με πρασινοπάς αποχρώσεις, μακροί δε ως ο ιτών Αιγυπτιακών θεοτήτων, δειλοί ενίοτε κ' εξακοντίζοντες αστραπάς έστιν ότε.

Το πρόσωπόν του και οι ημίκλειστοι οφθαλμοί του εμειδίων, και, στεφανωμένος με χρυσόν, έλαμπε μεταξύ όλων των ανθρώπων ως ο ήλιος ή ως Θεός.

Δεν τον είδα να γελάση, αλλ', απεναντίας, εμειδία συχνάκις. Το μειδίαμά του όμως εφαίνετο προερχόμενον όχι εξ ευθυμίας, αλλ' εξ αβροφροσύνης και ευγενείας. Δεν εμειδίων ομού με τα χείλη και οι οφθαλμοί του. Διαρκούντος του γεύματος η ομιλία περιεστράφη, ως εικός, εις τα περί της νήσου.

Ούτω θα συνέβαινε, έλεγον, και εις το ανδρόγυνον ήδη· θα εβαρύνετο μόνον του αυτήν την τρελλήν ευθυμίαν, την θορυβώδη χαράν, η οποία νομίζει τις ότι δεν γίνεται παρά διά ν' ακούηται και μόνον· θα έκυπτε δε ταχέως ο τράχηλος εις την εργασίαν και θα συνωφρυούτο το μέτωπον εις την σκέψιν, όπως συνέβη και εις αυτούς τους ιδίους άλλοτε. . . Και τόρα, αν ήκουον τας διαμειβομένας φωνάς, θα επίστευον ότι επηλήθευσαν αι ελπίδες των, και πολύ ταχέως μάλιστα απ' ό,τι προσεδόκων και θα εμειδίων χαιρεκάκως.

Όλα έβλεπε μειδιώντα πέριξ της, ουχί ότι εμειδίων δι αυτήν, διότι δεν είχε ζηλευτήν τύχην, αλλά δύναμαι να είπω ότι η νέα τοις εδάνειζε το μειδίαμα τούτο, επιστρέφον και αντανακλώμενον επ' αυτήν, και εις αυτήν μόνην ορατόν. Αλλά δεν ηδυνήθη ποτέ να εννοήση και την μοχθηρίαν της γραίας ταύτης. Έλεγεν αφελώς·Τι σου έκαμα;...