United States or Pakistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γονατιστός ενώπιόν μου ο Μίρτος, ο μόνος εκ των νησιωτών του οποίου εγνώριζα ήδη το όνομα, εμειδία σείων ακόμη τον βραχίονά μου. Δεν ηξεύρω πώς και διατί εφιλιώθημεν αμέσως και διά μιας μετά του Μίρτου.

Εκίνει την κεφαλήν δεξιά και αριστερά, ως ν' απεδίωκε μυίας και εμειδία το ψυχρόν και μισόν μειδίαμα του τυφλού, από το οποίον λείπει των οφθαλμών η ακτινοβολία. Υπό την κίνησιν του δοξαριού του έφευγον γοργόπτεροι του «πηδηκτού» οι ήχοι. Και όλος ο κύκλος των χορευτών εκινείτο διά μιας ως είς άνθρωπος, και των ποδών ο κρότος αντήχει ταυτοχρόνως και τόσον δυνατά, ώστε εσείετο ενόμιζες, το έδαφος.

Την τραχύτητα του πατρός είχε κληρονομήσει και ο υιός του Στρατής, νέος εικοσιπέντε ετών, υψηλός και καλοκαμωμένος, αλλά στρυφνός το ήθος και δύστροπος τον χαρακτήρα. Αλλ' η Πηγή με την ανεξάντλητον αγάπην και την καλοκάγαθον εγκαρτέρησίν της κατώρθωνε ν' αφοπλίζη την δυστροπίαν του. Ο τύραννος τότε εμειδία χωρίς να το θέλη και εσκέπτετο ότι δεν μπορούσε κανείς να κακιώση μ' αυτό το θηλυκό.

Η Ευνίκη απεμακρύνθη απ' αυτού, και, με φωνήν δονουμένην εκ της ανησυχίας: — Αλλά διατί, ω! διατί μου λέγεις αυτά; Έπειτα επλησίασε πάλιν και ήρχισε να τον παρατηρή με τους οφθαλμούς καρφωμένους επ' αυτού εκ του φόβου. Εκείνος εμειδία πάντοτε. Έπειτα επρόφερε μίαν μόνον λέξιν: — Ναι! Και επηκολούθησε σιγή. Μόνον ελαφρά πνοή έσειε το φύλλωμα της οξυάς.

Η μεν των κοιμωμένων, κατεχομένη, υπό ηδυπαθούς ονείρου, εμειδία στηρίζουσα επί του βραχίονος την φλέγουσαν παρειάν, ενώ τα τεταραγμένα στήθη της διεφαίνοντο υπό τον λευκόν χιτώνα, ως η σελήνη όπισθεν νέφους, η δε, ωχρά και συνωφρυωμένη, ωμοίαζεν άγαλμα της κορωμένης Λύπης, βλέπουσα ίσως καθ’ ύπνους τας όχθας της πατρίδος ή της μητρός της τα χείλη.

Ευθύς δε αι πόλεις ανήγειραν ναούς και τεμένη και βωμούς, θυσίαι δε και εορταί ετελούντο εις τον νέον τούτον θεόν και ο μεγαλείτερος όρκος δι' όλους ήτο να ορκίζωνται εις τον Ηφαιστίωνα. Εάν δε κανείς εμειδία διά τα γινόμενα ή δεν εδείκνυε μεγάλην ευσέβειαν, η τιμωρία του ήτο θάνατος.

Αυτό το λέγω κ' εγώ είπεν ο κύριος, καθώς το λέγει και αυτός, διότι μας συμφέρει να το λέγωμεν, διότι είμεθα πωληταί, και θέλομεν να χάφτη ο κόσμος τοιούτου είδους παραμύθια και να αγοράζη. Αν αυτός δεν αγοράζη, εις ποίον θα πωλήσωμεν ημείς; Ο Κυρ Γιάννης εμειδία εξ ευχαριστήσεως και ηκτινοβόλει εκ θαυμασμού.

Ούτω και τη επαύριον της δημοπρασίας ο αμίλητος, ο πύρινος, ο δύσπνους, ο άγριος καπετάν-Παρμάκης, επραΰνθη, εμειδία και ηστεΐζετο εν τω οινοπωλείω του Γιωργή της Θασίτσας. Διελέγετο οικείως και προς αυτόν τον αντίπαλόν του, τον κυρ-Δημάκην. Εις Σκόπελον, κατά την οριστικήν δημοπρασίαν, είχε καιρόν να εκμανή πάλιν. Συστήματα βλέπετε.

Εμειδία, και ήτο ευμενής. — Τι σας ήρθε, βρε παιδιά, κυριακάτικα και δε μ' αφήσατε δυο ώρες τώρα να χαρώ τον μεσημεριάτικο τον ύπνο μου, νταπ, ντουπ, ντουπ, ντουπ, δύο ώρες; Κ εγώ το είχα πάρη δίπλα ανάμεσα στης κουμαριές, στον ίσκιο ενός ορνιού, κ' έλεγα να χορτάσω τον ύπνο. — Τίποτα, μπάρμπα Τριαντάφυλλε, τίποτα, είπεν εν αμηχανία ο Νικολός.

Ούτω καθημένη με τους βραχίονας αδρανείς επί των γονάτων, κρατούσα ακόμη το πηρούνι με το οποίον ανέστρεφε τους πλακούντας, εφαίνετο ως να εμειδία προς ωραίον όνειρον, το οποίον οι ημίκλειστοι οφθαλμοί της έβλεπον εις το βάθος της πυράς, εις τον χορόν και τα παιγνίδια των φλογών. Τα παιδία, καθήμενα περί αυτήν κατά γης, εφαίνοντο αποκαρωθέντα και αυτά εις την προσδοκίαν.