United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ούτως η Λαίδη Μάκβεθ, ουχί ο σύζυγος αυτής σχεδιάζει τα της δολοφονίας του Δώγκαν, ούτος δ' εξίσταται και θαυμάζει ακούων το τέχνασμα, δι' ου η Λαίδη προτίθεται να επιρρίψη επί των κοιμωμένων δούλων την ευθύνην του εγκλήματος, εξασφαλίζουσα την επιτυχίαν αυτού.

Δεν απέρασες από την Παναΐά, πρωτήτερα, που ηρχόσουν κάτω; — Όχι! — Ούτ' εγώ. Πάμε να ιδούμε; — Πάμε! Η Αφέντρα επερίμενεν εις τον νερόμυλον, ζαρωμένη παρά την εστίαν πλησίον των παιδίων της κοιμωμένων.

Τότε λοιπόν μόνον των πεζών το κυνήγιον και η παγίδευσις μένει εις τους αθλητάς, μεταξύ υμών, από τα οποία πάλιν το κυνήγιον των μεν κοιμωμένων επιτοπίως, το οποίον ωνομάσθη νυκτέρι, και είναι έργον των αργών ανθρώπων, δεν είναι άξιον επαίνου, ούτε εκείνο που έχει διαλείμματα των κοπώσεων, και γίνεται με δόκανα και με παγίδας και όχι ενώ νικάται με την φιλόπονον ψυχήν η αγρία ρωμαλεότης των θηρίων.

Αλλ' ελθούσα εις τον μύλον βλέπει ότι ο γαμβρός της ήτο απών, και δεν ηδύνατο να εννοήση πόθεν η παράδοξος αργοπορία του. Τώρα είχεν αφήσει την κόρην της περιμένουσαν μετά των κοιμωμένων τεκνίων εις τον μύλον, και αυτή μετά του Παγώνα, τον οποίον ευμενής πρόνοια είχε στείλει βοηθόν, «αρμένιζε» διά νυκτός, καίτοι κατά ξηράν, άνω του ρεύματος, προς την Παναγίαν.

Ψιάθινα παραπετάσματα προεφύλαττον από του μεσημβρινού ηλίου τα βλέφαρα των κοιμωμένων, το δε ημίφως καθίστα έτι χαριεστέρας τας ρασοφόρους εκείνας Αφροδίτας.

Μόνος ήχος ηκούετο και μόνη συντροφιά της ήτο η αναπνοή των κοιμωμένων παιδίων και ο ροίβδος του πυρός ον ανέδιδον κάποτε οι καίοντες δαυλοί, και το όμμα της έμενε προσηλωμένον ακουσίως εις το κανδήλιον, το καίον εμπρός εις την εικόνα το Τριμόρφι, ην είχε λάβει προίκα, φέρουσαν εν τω μέσω τον Χριστόν, όρθιον, ολόσωμον, ευλογούντα διά της δεξιάς και τόμον εν τη αριστερά κατέχοντα, μετά του πράου βλέμματος, της ωραίας κάλλει μορφής, του σχιστού ξανθού γενείου, με το ιμάτιον κυανούν και ερυθρόν τον άρραφον χιτώνα· δεξιόθεν του Χριστού την υπεραγίαν Θεοτόκον, αριστερόθεν τον τίμιον Πρόδρομον, αμφοτέρους πλαγιόθεν, κύπτοντας μ' εσταυρωμένας τας χείρας παραπλεύρως του Κυρίου.

Δις δε ή τρεις προσέκοψαν κατά καλογήρων κοιμωμένων των πλακών των Προπυλαίων, οίτινες ουδέ καν μετεκινήθησαν καθότι οι Έλληνες είχον ήδη συνειθίσει να καταπατώνται ως σταφυλαί υπό τους πόδας των ξένων.

Ήτο το μικρόν καλυβάκι της γραίας, της πενθεράς του Λυρίγκου, κ' εκεί μέσα της είχε φανή ότι ήκουεν αναπνοάς κοιμωμένων, ρογχαλίσματα. Εκεί βέβαια θα εκοιμώντο, μαζύ με την μικράν θείαν τους την άγαμον, τα άλλα κοράσια του Λυρίγκου.

Η μεν των κοιμωμένων, κατεχομένη, υπό ηδυπαθούς ονείρου, εμειδία στηρίζουσα επί του βραχίονος την φλέγουσαν παρειάν, ενώ τα τεταραγμένα στήθη της διεφαίνοντο υπό τον λευκόν χιτώνα, ως η σελήνη όπισθεν νέφους, η δε, ωχρά και συνωφρυωμένη, ωμοίαζεν άγαλμα της κορωμένης Λύπης, βλέπουσα ίσως καθ’ ύπνους τας όχθας της πατρίδος ή της μητρός της τα χείλη.

Το κύριον της Μαb έργον ήτο να κλέπτη τα νεογνά την νύκτα, αντικαθιστώσα αυτά δι άλλων πάλιν νεογνών. Εκτός δε τούτου ήτο αύτη και του εφιάλτου η προσωποποίησις. Αλλ' ο ποιητής αποκαλεί αυτήν μαίαν, ως εκ του ιδιάζοντος αυτής προσόντος, καθόσον και τα υπό του Μερκουτίου αποδιδόμενα εις αυτήν εξετελούντο την νύκτα επί κοιμωμένων.