United States or Algeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σε κείνον που πόνεσε πρέπει το γαλανό σκοτάδι της βιολέττας στο χέρι του ξανθού Γεννάρη της Αθήνας. Σε κείνον που πόνεσε πρέπουν τα μύρα του δάσους των πεύκων μετά τη βροχή. Ακόμα λίγοτελευταίοι στοχασμοί του ήλιου . . . Μη φεύγετε, χρώματα, χρώματα! Η στέγες σας χάνουν, απ' τον κάμπο φτερουγίσατε — η γαλανή βραδυνή σκιά σας ακολουθεί... Σταθήτε λίγο ψηλά.

Εκείνες πάλε οι διο γυρνούν στου Δία τα παλάτια, η σώστρα η κόρη του Διός κι' η κρουσταλλόκορφη Ήρα, μιας κι' ο αχόρταγος θεός παράτησε τους φόνους. Κι' έμειναν μόνοι οι Δαναοί να πολεμάν κι' οι Τρώες· κι' ώρα ξανάσμιγαν δεξά ώρα ζερβά στον κάμπο, κι' έρηχναν ένας τ' αλλουνού τα φράξινα κοντάρια ανάμεσα απ' τα ρέματα του Ξάνθου και Σιμόη.

Πολύ μεγαλειτέρα της των άλλων ήτο μερίς κομψοτάτου τινός ξανθού νεανίσκου όστις, αφού έλαβε δύο χορούς, έμενεν όπισθεν της ενώ εχόρευε με άλλον, συνεχίζων κατά τα διαλείμματα της καδρίλιας ατελεύτητον μετ' αυτής συνομιλίαν.

Κι' εφτύς το Γλάφκο φώναξε και τούπε αφτά τα λόγια «Γλάφκο, τι τάχα στη Λυκιά εμάς τιμούν πιο πρώτα 310 με κρέατα και με πρωτιά και ξέχειλο ως απάνου ποτήρια, κι' όλοι σα θεούς στα μάτια μάς θωρούνε; Εκεί τρανό χαιρόμαστε μετόχι απάς στου Ξάνθου τις άκρες, πλούσιο σε φυτιά και κάμπο σταροδότη.

Εξ όλων δε τούτων, όσα ωνομάσαμεν χυτά ύδατα, εκείνο το Β. | οποίον, επειδή γίνεται εκ λεπτοτάτων και ομαλωτάτων με- ρών, είναι το πυκνότατον, έν απλούν είδος μετέχον χρώματος στιλ- πνού και ξανθού, απόκτημα πολυτιμότατον, είναι ο &χρυσός&, όσ- τις γίνεται στερεός, διότι υπέστη διήθησιν διά μέσου πέτρας.

Σεις δε, ω Τρίτωνες, περάσετε την Λητώ εις αυτήν και ας γείνη γενική γαλήνη. Τον δε δράκοντα όστις την παρακολουθεί και την φοβίζει, ας φονεύσουν τα τέκνα άμα γεννηθούν, εκδικούμενα διά την μητέρα των. Συ δε ανάγγειλε εις τον Δία ότι τα πάντα είνε εν τάξει• η Δήλος εστάθη• ας έλθη δε τώρα η Λητώ και ας γεννήση. 11. &Ξάνθου και θαλάσσης.&

Μον άμε του Φυλιά το γιο και το γοργό τον Αία 175 σήκωσ' τους τώρα, αν με πονάς, γιατί είσαι εσύ πιο νιος μουΕίπε, κι' εκείνος φόρεσε προβιάμακριά ως στα πόδιαξανθού μεγάλου λιονταριού, και πήρε το κοντάρι. Και πήγε και τους σήκωσε κι' εκεί τους έφερε όλους.

Μόνος ήχος ηκούετο και μόνη συντροφιά της ήτο η αναπνοή των κοιμωμένων παιδίων και ο ροίβδος του πυρός ον ανέδιδον κάποτε οι καίοντες δαυλοί, και το όμμα της έμενε προσηλωμένον ακουσίως εις το κανδήλιον, το καίον εμπρός εις την εικόνα το Τριμόρφι, ην είχε λάβει προίκα, φέρουσαν εν τω μέσω τον Χριστόν, όρθιον, ολόσωμον, ευλογούντα διά της δεξιάς και τόμον εν τη αριστερά κατέχοντα, μετά του πράου βλέμματος, της ωραίας κάλλει μορφής, του σχιστού ξανθού γενείου, με το ιμάτιον κυανούν και ερυθρόν τον άρραφον χιτώνα· δεξιόθεν του Χριστού την υπεραγίαν Θεοτόκον, αριστερόθεν τον τίμιον Πρόδρομον, αμφοτέρους πλαγιόθεν, κύπτοντας μ' εσταυρωμένας τας χείρας παραπλεύρως του Κυρίου.

Κι' αφτή η βουλή τού φάνηκε σαν πιο καλή στο νου του· πρώτα να πάει στο Νέστορα πριν άλλους κράξει αρχόντους, μην κατεβάσει ωφέλιμη καμιά βουλή μαζί του π' ολόκληρο απ' τη συφορά τα' ασκέρι ναν του σώσει. 20 Κι' εφτύς σηκώνεται, φοράει το ρούχο στο κορμί του κι' ώρια αμποδένει σάνταλα στα παχουλά ποδάρια, έπειτα βάζει παρδαλή προβιάμακριά ως στα πόδιαξανθού μεγάλου λιονταριού, και παίρνει το κοντάρι.