United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφτός το χάρισε του Μόλου θυμητάρι, και πάλε αφτός ναν το φοράει το χάρισε του γιου του. 270 Τότε ο Δυσσιάς το φόρεσε και τούρθε στο κεφάλι. Έτσι λοιπόν σαν έβαλαν τα φοβερά άρματά τους, κινούνε, κι' άφηκαν εκεί των προεστών το πλήθος. Κι' απάς στο δρόμο η Αθηνά τους έστειλε μια λάκρα δεξά· μα το καλό πουλί μες στο βαθύ σκοτάδι 275 δεν τόδαν, μόνε λάλησε κι' ακούστηκε η φωνή του.

Ο γέρος ο βασιλιάς, προβοδίζοντάς τον, τον φίλησε στο κούτελο και του είπε: — Ο Θεός μαζί σου. Κι' όταν γυρίσης όπως θέλει ο Θεός, με τα γέρικα τα χέρια μου θα βγάλω την κορώνα απ' το κεφάλι μου να τη φορέσω στο δικό σου. Γιατί έτσι μου τη φόρεσε κ' εμένανε ο πατέρας μου. ...Δυο χρόνια πολεμούσε το βασιλόπουλο και δυο χρόνια οι μαντατοφόροι του πολέμου φέρνανε τα μαντάτα της παλικαριάς του.

Λουρί είχε αργυροκάμωτο, και δράκος ατσαλένιος απάνου στριφογύριζε, μ' άγρια κεφάλια τρία π' από 'ναν μέσα πρόβαλλαν λαιμό πλεμένα αντάμα. 40 Φόρεσε τότες πέτσινο στην κεφαλή του κράνος μ' ένα σκαρί διπλόλαμο τετραστεφανωμένο κι' αλόγου ουρά· και σάλεβε φριχτή από πάνου η φούντα.

Μα αμέτε στην οργή όλοι εσείςφωτιά που να σας κάψει! — που αφτού σαν ψόφιοι, έτσι άδοξα, μου κάθεστε ένας ένας· 100 αφτόν εγώ θ' αρματωθώ ναν τον βαρέσω ατός μου. Το τι θα βγει, είναι στων θεών απάνου εκεί τα χέριαΕίπε, κι' αμέσως φόρεσε την πλούσια αρματωσά του.

Όλο τον κόσμο τονέ χωρεί η καρδιά του, ως και την Κόλαση με τους μύριους και μύριους αμαρτωλούς της. Στόματα γυρεύει να κηρύξουνε στη γης την αληθινή την αγάπη, χέρια γυρεύει να βοηθήσουν τα τυραννισμένα παιδιά του. Φόρεσε τα μαύρα τα σημάδια της αγιωσύνης, και γύριζε μέσα στο δύστυχο το χωριό μας που ο χάρος είνε γραμμένο να το κάμη φωλιά του.

Μον άμε του Φυλιά το γιο και το γοργό τον Αία 175 σήκωσ' τους τώρα, αν με πονάς, γιατί είσαι εσύ πιο νιος μουΕίπε, κι' εκείνος φόρεσε προβιάμακριά ως στα πόδιαξανθού μεγάλου λιονταριού, και πήρε το κοντάρι. Και πήγε και τους σήκωσε κι' εκεί τους έφερε όλους.

Ποτέ δε θα μάθετε πόσο τουλάχιστον μετάνοιωσα, ούτε τι τιμωρία θα επιβάλω στον εαυτό μου, και θα σας την προσφέρω ως ελάχιστο δείγμα της τύψεώς μουΑπ' αυτή την ημέρα για να τιμωρηθή για την τρέλλα της και την πλάνη της, η Ιζόλδη η Ξανθή φόρεσε κατάσαρκα τον τρίχινο χιτώνα των ασκητών.

Εδώ είσαι, αδερφέ, κ' εγώ σε γυρεύω! εφώναξεν αίφνης ο Σταύρος, ερχόμενος πλησίον του. Ο Δημήτρης εξηκολούθει τηρών την θέσιν του ακίνητος, ως να μην ήκουσε. — Ακούς! τι στέκεις αυτού, σαν κολώνα; φόρεσε το φέσι σου και πάμε επανέλαβεν ο Σταύρος, κινών αυτόν από του βραχίονος. Ο Δημήτρης εστράφη τότε, παρετήρησε τον σύντροφόν του μ' έκπληξιν, έστρεψε το βλέμμα πέριξ κ' εφόρεσε το φέσι του.

Χαρές που θα κάνη η Κυρία Ουρανία!-να το δης που θε νάρθη μονάχη της να σ’ ευχαριστήση, γιατί το λυπήθηκε πολύ που δεν ήρθε, εξ αιτίας των λουλουδιών. . . Έλα Κυρ Νίκο μου, άιντε Λιόλια παιδί μου, τ’ είσ’ έτσι νερόβραστη σήμερα !; Πάρ' το σαλάκι σου για το κεφάλι- δε θες καπέλλο. . .Μα να μου φέρετε όμορφα λουλούδια, για να ευχαριστηθή η Κυρία Ουρανία. . θέλει λέει και μερικά με το χώμα- «πάνε μόνες» τα λένε να τα βάλη στα πιάτα. . . Χωρίς να μιλήση ο Νίκος, πήρε το καπέλλο του απ' το καρφί που το κρέμαγε πάντα. . και πήγε κατά την πόρτα . . . Η Λιόλια, με το πρόσωπο γυρισμένο απ’ την άλλη μεριά, τίναξε τις κλωστές απ' την ποδίτσα της κ' έβγαλε κι ακκούμπησε τα κλειδιά πάνω στον κομμό. . έπειτα φόρεσε άλλο ένα σκούρο πολκάκι αποπάνω και πήρε και το σαλάκι της το ροζ στο χέρι.

Τότες η όμορφη χήρα σκούπισε το δάκρυά της, πετάχτηκε απ' το στρώμα, φόρεσε τα μαύρα της ρούχα, σκέπασε το ξανθό της κεφάλι με τη μαύρη μαντήλα και βγήκε σαν ήσκιος απ' την πόρτα. — Φεγγαράκι μου, δείξε μου το δρόμο, να πάω να βρω τον καλό μου. Ο καλός της, δυο χρόνια τώρα, κοιμότανε έρημος και μονάχος κι' αυτός, κάτω απ' το ψηλό το κυπαρίσσι, στην αυλή του μοναστηριού.