United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' οι συφωνίες μας λοιπόν τι θα γενούν κι' οι όρκοι 339 κι' οι άδολες δεξές σταλιές που παίρναμε όλοι θάρρος; 341 Φωτιά να κάψει τις βουλές και σκέψες των ανθρώπων! 340 γιατί άκαρπα μαλώνουμε με λόγια, και μια λύση να βρούμε δε μπορέσαμε τόσον καιρό εδωπέρα.

Παρόλ' αυτά περάσαμε τον καπνό και βρεθήκαμε σε μια μεγάλη αίθουσα που αρχικά μας φάνηκε τελείως άδεια. Το δωμάτιο ήταν φωτισμένο ζωηρά, και σε λίγο διακρίναμε ένα είδος πλατφόρμας στο ένα μέρος του, πάνω στην οποία ήταν τα σώματα του πρίγκιπα και μιας κυρίας, μισοκαμμένα σαν να τα είχαν βγάλει από μια φωτιά, πριν αυτή προλάβει να τα κάψει τελείως.

Τότε το φόρτωμα του μουλαριού μ' έφυγε από την αγκαλιά που το βάσταγα πάσχοντας να τ' ανασηκώσω, και κύλισε 'ςτά ποδάρια μου μέσ' το νερό το θολωμένο. Όταν εγύρισ' από το χωριό, με μέρες, είδα παράμερα του δρόμου εδώ έναν ξέρακα ουρανογείτονα περιγδαρμένον από τη φλούδα κι από τα κλωνάρια του. Ήτον ο έλατος ο τρανός, πούχε κάψει τ' αστραποπέλεκο δίπλα μου τώρα.

Τι, δε σας είχε ποτές του κάψει ο Έχτορας βοϊδοτραγήσα μπούτια; Μα δε σας πήγε έτσι η καρδιά νεκρό καν ναν τον σώστε, 35 που ναν τον δει η γυναίκα του κι η μάννα κι' ο πατέρας και το παιδί του κι' ο λαός, που γλήγορα στρωμένο πας στη φωτιά του νεκρικά θαν τούρηχναν στολίδια.

Δε θα λα τον λησμονήσω ποτές το Φώτο μου, μούλεγε, τι μώχει κάψει του μαύρου την καρδιά με το θάνατό του. Και κατά την παραγγολή που μ' άφινε στο ψυχομάχημά του, θα λα ξεθάψω μια μέρα τα κοκκαλάκια του και θα λα τα πάω στο Σούλι, γιατ' ο καϋμός του Σουλιού εστάθηκε θάνατός του. — Κι' ο καϋμός της Χάιδως. Είπα γω με το νου μου.

Έτσι γύριζε μέσα στην Πολιτεία, σκιάχτρο και σύχαμα, κάτω απ' την απονιά τουρανού και μες στην καταφρόνια των ανθρώπων η γρηάΔροσούλα. Μέσα στο καλύβι της ούτε καντήλι είχε να της φέξητουλούμια είχε κάψει το λάδι στους αγίουςούτε φωτιά να πυρωθή, ούτε ψυχή να την κυττάξη.

Μα αμέτε στην οργή όλοι εσείςφωτιά που να σας κάψει! — που αφτού σαν ψόφιοι, έτσι άδοξα, μου κάθεστε ένας ένας· 100 αφτόν εγώ θ' αρματωθώ ναν τον βαρέσω ατός μου. Το τι θα βγει, είναι στων θεών απάνου εκεί τα χέριαΕίπε, κι' αμέσως φόρεσε την πλούσια αρματωσά του.

Μόν στην τόση του εισοδιά Βολετό και σαν παιδιά Να μην ευχαριστηθήτε, Και σε χρείαις να βρεθήτε· Να το ξέρετε λοιπόν, Πως εγώ με το σκοπόν, Μη καμμιά φορά ξεπέστε, Και σε φτώχια τυραγνιέστε, Όλα μου τα μετρητά, Σε δυο κλήματα κοντά, Μες τ' αμπέλι τα 'χω θάψει Προς τη φράχτη που είχα κάψει.. Θέλει ο Γέροντας να ειπή· Η φωνή του είχε κοπή, Δεν μπορεί ν' ακολουθήση, Μήτε λόγο να μιλήση.