United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Π. Αραβαντινού. Ταύτας εθεώρησα χάριν της συντομίας περιττόν να σημειώσω ενταύθα. Δεν είχεν εισέτι εξέλθη η φλοξ της επαναστάσεως ότε ο Βεζύρης των Ιωαννίνων έστρεψε την οργήν του κατά του Σουλίου, του οποίου τον στρατόν απετέλουν ολίγοι, αλλ' ανδρείοι στρατιώται. Τα πολεμεφόδια τότε τοις έλλειψαν, ύδωρ δεν είχον, τροφάς δεν είχον· ιδού θέσις της εσχάτης απελπισίας.

Διά της φοβεράς ταύτης λέξεως συνδέει μεν αμέσως τους αγωνισθέντας εν Πλαταιαίς και Μαραθώνι προς τους ήρωας της Γραβιάς και του Σουλίου, αλλά συγχρόνως καθιστά καταφανές το μέγεθος του χάσματος, όπερ χωρίζει ημάς από τούτων.

Δε θα λα τον λησμονήσω ποτές το Φώτο μου, μούλεγε, τι μώχει κάψει του μαύρου την καρδιά με το θάνατό του. Και κατά την παραγγολή που μ' άφινε στο ψυχομάχημά του, θα λα ξεθάψω μια μέρα τα κοκκαλάκια του και θα λα τα πάω στο Σούλι, γιατ' ο καϋμός του Σουλιού εστάθηκε θάνατός του. — Κι ο καϋμός της Χάιδως. Είπα γω με το νου μου.

Δε θα λα τον λησμονήσω ποτές το Φώτο μου, μούλεγε, τι μώχει κάψει του μαύρου την καρδιά με το θάνατό του. Και κατά την παραγγολή που μ' άφινε στο ψυχομάχημά του, θα λα ξεθάψω μια μέρα τα κοκκαλάκια του και θα λα τα πάω στο Σούλι, γιατ' ο καϋμός του Σουλιού εστάθηκε θάνατός του. — Κι' ο καϋμός της Χάιδως. Είπα γω με το νου μου.

Ότε, έν τινι κατά του Σουλίου εκστρατεία συνοδεύων τον Αλήν, απώλεσε προσφιλεστάτην φορβάδα γένους περιφανούς, εξέθηκε την ζωήν του εις προφανή κίνδυνον, προχωρήσας μέχρι των προφυλακών του Σουλιωτικού στρατοπέδου όπως διαπραγματευθή την εξαγοράν, αποτυχών δε εγένετο φρενήρης εκ της απελπισίας.

Ακολούθως οι Τούρκοι έστρεψαν τα όπλα προς το χωρίον Ρινιάσαν, την παλαιάν Ελάτειαν, επτά ώρας μακράν του Σουλίου και πλησίον της θαλάσσης, εις την οποίαν εγνώριζον ότι κατώκουν είκοσι περίπου Σουλιωτικαί οικογένειαι. Δυστυχία ανέλπιστος!

Το σπίτι του, χτισμένο από τα χρόνια του παπού του, ξηρολίθι απλό, δίπατο όμως και κάπως ψηλό, πιάνει τον όχτο του Γλυκύ, μέσ' εκεί που κατεβαίνουν απόκρημνα τα πλευρά του Σουλιού και του Τσεκουράτη και που πηδάει ακράτητος προς τον κάμπο ο πόταμος, ξεβγαίνοντας από τα βαθιά φαράγκια των βουνών που κακοσέρνεται τόσο δρόμο.

Δεν εζήτει μόνον να τον φυλάξη κατά την συμπλοκήν αλλά προ παντός να του χαρίση το ακατάβλητον των βράχων του Σουλίου, την ισχύν των εις τας κλεισωρείας του πνεόντων ανέμων, την ορμήν του χυνομένου προ των ποδών του Αχέροντος, διά να καταβάλη τον Ταχίρ Γιάτσην. Αυτός ήτο ο πόθος της.

Κι ολόγυρ' από τα χωριά κι από τον κάμπο ορθώνονται σα φράχτες και σα ταμπούρια, οι λόφοι, τα χαμηλώματα των γύρωθε βουνών, οπ' ανεβαίνοντας απανωτά σα σκαλοπάτια σχηματίζουν σιγά σιγά τα ψηλά κι άγρια και κακοτράχαλα καταρράχια του Πίνδου, του Σουλιού και του Δέλβινου, που κλειούν περίγυρα, σα γιγάντιες κορνίζες, τη μεγάλη αυτή κι ωμμορφότατη εικόνα.

Ήταν τα στριφογυρίσματα του κλειδιού της πόρτας του σπιτιού και τα πατήματα του Λάμπρου και της Βασίλως, οπώφευγαν από τα χώματά τους δίχως μιλιά, δίχως δάκρυα. Ο δρόμος, λιθοστρωμένος κάπου κάπου από τον καιρό τ' Αλήπασ' ακόμα, ακολουθάει την ποταμιά κι ανεβαίνοντας κατά τη Λάκκα πέφτει μέσα στα βάθη των Στενών του Σουλιού.