United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα δε όπως βλέπεις μας έρχονται ολίγοι, διότι εις τον κόσμον είνε ειρήνη. ΕΡΜ. Προτιμότερον αυτό, αν έτσι αναβάλλεται η εξόφλησις.

Διότι μερικά ηδονικά ποικίλλουν κατ' άτομα, μερικά όμως είναι εις όλους ηδονικώτερα από άλλο τυχαίον. Επομένως εις τας φυσικάς επιθυμίας ολίγοι σφάλλουν και αυτοί πάλιν εις έν, δηλαδή εις την υπερβολήνδιότι το να τρώγη κανείς ό,τι τύχη ή να πίνη έως ότου παραγεμισθή, είναι υπερβολή του φυσικού εις πλησμονήν, διότι η φυσική επιθυμία είναι απλή αναπλήρωσις της στερήσεως.

Το πράγμα, εννοείς, εφάνη κάπως σπουδαίον εις τους πολιορκητάς, διότι ολίγοι, φαίνεται, μεταξύ αυτών εγνώριζον τον ήρωα.

ΕΡΜ. Ας πηγαίνωμεν διά να προφθάσωμεν να τιμωρήσωμεν τουλάχιστον μερικούς σήμερον. Αλλά πού πρέπει να διευθυνθώμεν; Συ, Φιλοσοφία, γνωρίζεις πού θα τους εύρωμεν. Βέβαια εις την Ελλάδα. ΦΙΛ. Όχι Ερμή, εκεί είνε πολύ ολίγοι και αυτοί είνε από τους καλούς φιλοσόφους.

Αλλά αλλοίμονον! όσοι εκοιμώντο πραγματικά ήσαν πολύ ολίγοι, εκατομμύρια φορές ολιγώτεροι, από εκείνους που εκοιμώντο διά παντός. Και από το βάθος των απείρων τάφων, ιδού ότι ανέβαινεν από τα σάβανα μελαγχολική ψύχρα. Και μεταξύ εκείνων που ανεπαύοντο ήσυχοι έβλεπα ότι πολλοί είχαν μετατεθή από την ασάλευτον και αδυσώπητον θέσιν που τους έδωσαν εις τον τάφον.

Εκεί από μακρού ήδη λέγεται, ότι το χρήμα δεν έχει οσμήν, και ολίγοι πλέον περισώζονται μωροί αμφισβητούντες του ρητού την ορθότητα.

Επομένως είναι περιττοί και εμποδιστικοί οι περισσότεροι, από όσους είναι αρκετοί εις τον οικιακόν μας βίον διά να ζήσωμεν καλώς. Επομένως δεν χρειάζονται αυτοί. Αλλά και οι χάριν ηδονής είναι αρκετοί, εάν είναι ολίγοι, καθώς εις την τροφήν το καρύκευμα.

Άλλοι όμως συμπεριλαμβάνουν και την εξωτερικήν καλοτυχίαν. Από αυτά δε άλλα μεν τα λέγουν πολλοί και παλαιοί άνδρες, άλλα δε ολίγοι και έγκριτοι. Δεν είναι δε λογικόν καμμία μερίς από αυτάς τας δύο να σφάλλη εις το σύνολον, αλλά τουλάχιστον εις έν ή εις τα περισσότερα λέγει το ορθόν. Με τους παραδεχομένους λοιπόν ως αγαθόν την αρετήν ή κάποιαν αρετήν ο λόγος μας είναι σύμφωνος.

Είμεθα ολίγοι δυστυχώς και γνωριζόμεθα. Γνωριζόμεθα δε ου μόνον προσωπικώς, αλλά και βαθύτερον έτι και λεπτομερέστερον, σπανίως αγνοούντες τις έκαστος και πόθεν, τι πράττει, καιτο σπουδαιότεροντι έχει. Ας παρατηρήση ο αναγνώστης ημών ο περίεργος.

Απ' το Ίλιο μ' έφερ' άνεμοςτην άκραν των Κικόνων, την Ίσμαρο• κ' εξέκαμα την πόλι και τους άνδραις• Και όσαις γυναίκαις πήραμε και πλούτη από την πόλι, 40 ίσια τα μοιρασθήκαμε να μη κλαυθή κανένας. και τότ' εγώ να φύγουμεν εκείθ' ευθύς με βία παρακινούσα, αλλ' οι μωροί ν' ακούσουν δεν ήθελαν. και αυτού πίνονταν άδολο κρασί πολύ, κ' εσφάζαν 45 εις τ' ακρογιάλι αρνιά πολλά και στριφοπόδα βώδια. πήγαν ωστόσο οι Κίκονες τους Κίκοναις να κράξουν, γείτοναις, 'που πλειότεροι και ανδρειότεροι απ' εκείνους εκατοικούσαντην στερηά, και απ' τ' άλογα εγνωρίζαν να πολεμούν, ή και πεζοί, αν το 'θελεν η ανάγκη. 50 τόσ' ήλθαν, όσ' η άνοιξι φύλλα φυτρόνει και άνθη, πρωί• τότ' ήλθε του Διός μοίρα κακή κοντά μας των δύστυχων, όπ' έμελλε πολλά να φέρη πάθη. την μάχη στήσαν και άρχισαν προς τα γοργά καράβια, και απ' τα δυο μέρη ερρίχνονταν τα χάλκινα κοντάρια. 55 και όσ' ήτο αυγή και τ' άγιο φως αύξαινε της ημέρας, προς τους πολλούς τον πόλεμον κρατούσαμεν οι ολίγοι• αλλ' άμ' ο ήλιος έγερνεν, όταν τα βώδια λυώνται, τους Αχαιούς εσύντριψαν οι Κίκονες κ' εσπρώξαν. έξι ανδρειωμένοι σύντροφοι μέσ' από κάθε πλοίο 60 χάθηκαν και απ' τον θάνατον σωθήκαμεν οι άλλοι. θλιμμένοι εμπρός επλέαμεν, μακράν από τον χάρο πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι. αλλά δεν μου ξεκίνησαν τα ισόμετρα καράβια, πριν τρεις φωνάξουμε φοραίς τους άμοιρους συντρόφους, 65 όσουςτον κάμπον έστρωσαν τ' ακόντια των Κικόνων. και ο Δίας μας εσήκωσεν ο νεφελοσυνάκτης ζάλην φρικτήν απ' τον Βορηά, κ' ετύλιξετα νέφη πόντον και γην, κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα• κ' έτρεχαν επικέφαλα, και τα πανιά τους όλα 70 έσχισεν, ετετάρτιασεν η δύναμι του ανέμου, κάτω τα εσύραμεν ευθύς, μη μας καταποντίσουν, και λάμνοντας εφέραμεν εις την στερηά τα πλοία. ασάλευτοι αυτού μείναμε δυο 'μέραις και δυο νύκταις, και την καρδιά μας έτρωγεν η μέριμνα και ο κόπος. 75 η τρίτη ως έλαμψεν αυγή, τα κάτασπρα πανία εις τα κατάρτια απλώσαμε, καθίσαμε και ωδήγαν τα πλοία μας ο άνεμος ομού και οι κυβερνήταις. και άβλαπτος τότε θα' φθανατην ποθητήν πατρίδα, αλλ' ως τον Μαληά γύριζα, το κύμα και το ρεύμα 80 και ο Βορηάς πολύ μακράν μ' έδιωξαν των Κυθήρων. κατόπιν άνεμοι κακοί μ' έδερναν εννηά 'μέραις, 'ς την ιχθυοφόρα θάλασσαν ήλθαμε την δεκάτη των Λωτοφάγων εις την γη, 'πώχουν τροφή τους άνθη.