United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθώς ανέβαινεν ασθμαίνουσα τον πετρώδη λόφον, «Έλα, Παναγία μου, έλεγε μέσα της, ας είμαι κι' αμαρτωλή». Είτα εις τα ενδόμυχα της ψυχής της είπε· «Δεν το έκαμα για κακό».

Προς ανάπαυσιν δε της συνειδήσεώς της εφαντάζετο ότι ίσως η θεία Πρόνοια εκάλει αυτήν να εκτελέση αγαθήν τινα πράξιν, και διά τούτο ησθάνετο τον ασυνήθη τούτον γαργαλισμόν μεταξύ της γλώσσης και του λάρυγγος. Η Σιξτίνα κύπτουσα όλη υπό την ροπήν της απηγορευμένης ταύτης παραβάσεως των κανόνων ανέβαινεν ανά δύο, όσον ηδύνατο να εκταθώσι τα σκέλη της, τας λιθίνας βαθμίδας της κλίμακος.

Από την οικίαν του ιερέως μέχρι της εκκλησίας η στενή λιθόστρωτος οδός ανέβαινεν ελικοειδώς, ο δε ήλιος, ακτινοβολών κατά κάθετον, αποκαθίστα κατά την ώραν εκείνην την ανάβασιν κοπιωδεστέραν του συνήθους.

Και ιδού διατί η πτωχή γραία εφόρει τη ημέρα των Χριστουγέννων καινουργή «άδολην» μανδήλαν, τα δε δύο ορφανά είχον καθαρά υποκαμισάκια διά τα ισχνά μέλη των και θερμήν υπόδεσιν διά τους παγωμένους πόδας των. Δεν ήτο δρόμος πλέον περαστικός εις όλον το χωρίον. Αδύνατον να μην επερνούσε κανείς απ' εκεί όστις θα ανέβαινεν εις την επάνω ενορίαν ή όστις θα κατέβαινεν εις την κάτω.

Ακόμ' είδα τον Σίσυφον, φρικτά βασανισμένον• λίθον αυτός θεόρατον και με τα δυο βαστούσε• τα πόδιατην γην στύλονε, τον λίθον με τα χέρια 595 άμπωθεν άνω εις το βουνό, και ότι έμελλ' απ' την άκρη να τον κυλήση αντίπερα, τον γύριζε το βάρος, κ' εξανακύλ' αδιάντροποςτο σιάδι οπίσ' ο λίθος. και πάλι αυτός τον άμπωθε μ' αγώνα, κ' έσταζ' ίδρω το σώμα, και απ' την κεφαλή του ανέβαινεν η σκόνη. 600

Πολύ μέρος του επιλοίπου στρατεύματος είχεν ήδη αναβή, άλλο ανέβαινεν ακόμη, ώστε δεν ήξευραν πού να διευθυνθούν διότι οι προχωρήσαντες στρατιώται, ένεκα της τροπής, περιήλθαν εις ταραχήν και η βοή τους ημπόδιζε να διακρίνουν αλλήλους.

Άλλως διέκρινε καλώς την φωνήν του ιερέως, του ενορίτου των, όστις τόσας λειτουργίας και τόσους αγιασμούς είχε τελέσει εις ευχήν της θείας Μυγδαλίτσας. Έκαμνε να σηκωθή, έκαμνε να φωνάξη· κάτι τι μέσα εις το στήθος της ανέβαινεν έως εις τον λαιμόν, ως να ήθελε να την πνίξη.

Πλην τότε, όταν επαρουσιάσθη εις τον θείον του Αλύπαν, μόλις εικοσιπενταετής, εκαλείτο Δανιήλ ιεροδιάκονος, μοναχός. Όταν τον είδεν έξαφνα ο θειος του, με λύπην και πόνον ανέκραξε: — Μαύρο κούτσουρο εγώ, μαύρο κούτσουρο εσύ. Ανέβαινεν ασθμαίνων τον ανήφορον ο καπετάν Γεωργάκης ο Μ., αν και ήτο καβάλλα επάνω εις μεγάλον ισχυρόν ημίονον, δυνάμενον να σηκώση υπέρ τας 120 οκάδας.

Η τοιαύτη διαγωγή του εφαίνετο ήδη αδικαιολόγητος, ασύγγνωστος! Ηδύνατο τουλάχιστον και εχρεώστει να μεταχειρισθη άλλην γλώσσαν προς τον σωτήρα του, αντί να τον δυσαρεστήση τοιουτοτρόπως. Όσον εσκέπτετο ταύτα ο Κ. Πλατέας, τόσον εστενοχωρείτο. Το αίμα άνέβαινεν εις τας παρειάς του και ανετρέπετο η σειρά των φιλοσοφημάτων του.

Και άλλο ανέκδοτο ανέβαινεν εις τα χείλη του· η ιστορία άλλου αφελούς βοσκού, όστις κατέφυγεν εις ιατρόν διά να του θεραπεύση παράδοξον και οχληρόν νόσημα. Και αν δεν τον ημπόδιζεν η παρουσία της θυγατρός του, θα το έλεγεν, αδιαφορών αν θα κατελαμβάνετο υπό νέου πανικού ο υιός του. Τόσον το επίκαιρον της ιστορίας τον εγαργάλιζεν.