United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μπα, Παναγία μου! ανέκραξε, προσηλούσα τον μονάκριβον αυτής οφθαλμόν εις τας προμηθείας του συζύγου της, τι τα ήθελες όλ' αυτά τα πράγματα, Ορέστη; — Πώς, τι τα ήθελα; και τι θα φάγουν το λοιπόν οι προσκεκλημένοι; — Τι θα φάγουν; μη δα τους έχομεν τραπέζι; — Δεν τους έχομεν τραπέζι, αλλά θα ήνε άνοστον πράγμα να τους αφήσωμεν να φύγουν νηστικοί, . . . περασμένα τα μεσάνυκτα.

Ήμουνε με τη μάνα μου τη μακαρίτισσα και μου λέει: «Κάμε, παιδί μου, το σταυρό σου, κάμε παιδί μου το σταυρό σου». Ήκανε κη γίδια το σταυρό τση κεπαρακαλούσε το Θεό και την Παναγία. Στα λιβάδια ήσαν κιάλλοι χωριανοί, χριστιανοί και τούρκοι· κιήκουες ένα σύθρηνο μαζή με τση φωνές των ωζώ. Όλοι εθαρρούσανε πως εχάλα ο κόσμος.

Και κει που τάλεγα, παιδί μου, τον έπιασε μια τρεμούλα και άσπρισαν τα χείλια του, και αγρίεψεν η ματιά του, σαν σεληνιασμένος. — Ω, Παναγία μου! τρεις φοραίς άνοιξε το στόμα του να συντύχη, και τρεις φοραίς άκουσα τα δόντια του να κροτιούνται, παιδί μου, μα την φωνήν του δεν την άκουσα! Έτσι εστριφογύριζε το νεκρόχλωμό του πρόσωπο!

Κένταγε κι’ ωριοκένταγεν η λυγερή Χρυσάιδω, Τ’ ώριο μαντήλι του γαμπρού, του γάμου τους το δώρο, Μ’ ολόχρυσες κι’ ολάργυρες κλωστές και μεταξένιες, Οπού είχαν τόσα χρώματα, όσα και τα λουλούδια Των λειβαδιών την άνοιξη, το Μάη, το καλοκαίρι, Στη μια την άκρη το Σταυρό, στην άλλη το Βαγγέλιο, Και μες στη μέση από τα δυο Χριστό και Παναγία, Κι’ ανάμεσα από το Χριστό κι’ από την Παναγία Γάμου στεφάνια ολόχρυσα, σταυροστεφανωμένα.

Αφού δε ηρεύνησε τα επί του πατώματος, ήρχισε να εξετάζη και τα επί των τοίχων. Παρηκολούθουν τας κινήσεις του εν σιωπή, μειδιών λάθρα διά την ανησυχίαν του. Υπεράνω της κλίνης του εκρέμαντο επί του τοίχου τρεις εικόνες· εν τω μέσω η Παναγία, εκατέρωθεν δε ο άγιος Νικόλαος και ο Αρχάγγελος Μιχαήλ.

Απάν' από τον Αγιολιά έπεσε μια φυλλάδα· και το φυλλάδα έγραφεν: Όλος ο κόσμος να χαθή το Ύδρα Σπέτσα γιο. — Μαγάρι, Παναγία μου, να μείνουμε σπορήτες!... Κ' εσύριξε το ρο τόσον ατελείωτο που έσκασαν όλοι τα γέλοια και οι καπετάνοι έκοψαν τη σοβαρή κουβέντα τους.

Παναγία μ', στο πέλαγο!», μίαν ώραν ύστερον, όταν πραϋνθή, λέγω, ο άνεμος και κοπάση η τρικυμία, τας κάμνει να υποψιθυρίζωσι παραμυθούμεναι αλλήλας ελληνοπλαστικώς και χριστιανοειδωλολατρικώς : «Όποιος πνίγηκε, μετάνοιωσε!». Οι τρεις άνδρες απεναρκώθησαν επί της άμμου αναβάντες έως εκεί όπου δεν έφθανε το εφορμών και υποχωρούν κύμα να βρέχη τους πόδας των, διάβροχοι, ριγούντες και τρέμοντες, αισθανόμενοι μεγάλην νύσταν.

Έως ου ίδη καλώς η Σοφούλα πόθεν ήλθεν ο σεισμός ούτος ο αιφνίδιος, η μεγάλη αδελφή της, η ωραία Δεσποινιώ ευρέθη σωρός κάτω εις το έδαφος. Αφαιρεθείσα η δυστυχής παρεπάτησε και ολισθήσασα κατέπεσε πλησίον της αποκοιμηθείσης γραίας, βαλούσα οξείαν κραυγήν. — Παναγία μ'! ανεφώνησεν εξεγερθείσα η θειά-Ζωίτσα. Κ' έλαβεν εις τας αγκάλας της την προσφιλή της θυγατέρα, ήτις έμεινεν ακίνητος και άφωνος.

Συγχώρεσαν την Καλίνα, που κακό ψόφο να’ χει, και εμάς όχι. Η Παναγία του Ριμέντιο να τις προστατεύει. Όταν όμως γυρίσει το παλικάρι όλα θα διορθωθούν: το είπε και η ντόνα Νοέμι

Ακόμα και ο γυιος του καπετάν Λούσου οπού έπεσε στην θάλασσαν και επρόφθασε να πη μόνον: «Παναγία μου Λημνιά μου» και αυτός ανέκειτο εκεί ασημένιος με ολόχρυσον το πρόσωπον σαν άγιος.