Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Η Κόρη κάθονταν ψηλά σε γυάλινον εξώστη Και κένταε μ’ αργυρές κλωστές, χρυσές και μεταξένιες, Απάνω σε κατάλευκο μεταξωτό μαντήλι, Όλα τα λούλουδα της γης και τ’ ουρανού τ’ αστέρια, Μαντήλι μοσκομάντηλο και της χαράς μαντήλι, Που θα φορούσε τη Λαμπρή, σαν θάσαρνε με χάρη Το σαραντάδιπλο χορό στο χωροστάτι μέσα, Κι’ εκεί που βαρυοξόμπλιαζε κ’ εκεί π’ ωριοκεντούσε Την πούλια, τον αυγερινό και τον αποσπερίτη, Κι’ έβανε στην εφτάστερη την πούλια αχνή λαμπράδα Κι’ αχτίδες ς’ τον αυγερινό, του ήλιου θυγατέρες.

Η καρδιά του όμως άρχισε να τρέμει και τα μαύρα και σκασμένα δάχτυλά του έτρεμαν κι αυτά με τα ασημί βούρλα που γυάλιζαν στο φως του φεγγαριού σαν υδάτινες κλωστές. Τα βήματα δεν ακούγονταν πια. Ο Έφις όμως έμενε ακόμη εκεί και περίμενε ακίνητος. Το φεγγάρι ανέβαινε μπροστά του και οι φωνές του απόβραδου ειδοποιούσαν τους ανθρώπους ότι η μέρα τους είχε τελειώσει.

Αλλά μια μέρα δυο χελιδόνια πέταξαν μέχρι το Τινταγκέλ κ' έφεραν μια τρίχα από τα χρυσά μαλλιά σου. Πίστεψα ότι ερχόντανε να μου αναγγείλουν ειρήνη και αγάπη. Να γιατί πέρασα τη θάλασσα κι' ήρθα να σε ζητήσω. Να γιατί αντιμετώπισα το θερίο και το φαρμάκι του. Κύτταξε αυτή την τρίχα, ραμμένη μέσα στης χρυσές κλωστές του επενδύτη μου.

Ήθελε να θεραπευθή από έρωτα ασυμβίβαστον. — Και την εθεράπευσες; — Έκαμα κάτι καλλίτερον, αυθέντα, της έδωκα έν φάρμακον, το οποίον γεννά τον έρωτα αμοιβαίον. Εις την Πάφον της Κύπρου υπάρχει ναός όπου ευρίσκεται η ζώνη της Αφροδίτης. Της έδωσα δύο κλωστές από την ζώνην αυτήν. — Και επληρώθης ακριβά δι' αυτό; — Τοιαύτη εκδούλευσις αξίζει όσον και αν ζητήση κανείς.

Δεν είχε τελειώσει την κουβέντα του και οι δυο νέοι έτρεχαν χέρι με χέρι προς το σπίτι. Η Ελπίδα ούτε το κέντημά της δε σκέφτηκε να πάρη. Τ' άφηκε απλωμένο εκεί απάνω στα χόρτα κι ο ήλιος φιλούσε αχόρταγα της όμορφες κλωστές, έδινε κ' έπαιρνε χρώματα. Ο γέρος έσκυψε και το κύτταξε για πολλή ώρα. Έμοιαζε σαν διψασμένο ζωντανό που πίνει αχόρταγα στην ξάστερη γούρνα του.

Αι μικραί κόραι έρραινον την συμμαθήτριάν των με ζαχαρωτά, οι γονείς της και οι συγγενείς της την εστόλιζαν με χρυσές κλωστές και με πούλιες. Αι τιμαί αυταί της εγίνοντο, διότι, αφού ετελείωσε το αλφαβητάριον. εννοείται ότι ημπορούσε πλέον να διαβάζη ελεύθερα. Δι' αυτό και το αλφαβητάριον εσχίζετο εκεί εμπρός εις όλους και τα τεμάχια του εσκορπίζοντο εις τον αέρα.

Κένταγε κι’ ωριοκένταγεν η λυγερή Χρυσάιδω, Τ’ ώριο μαντήλι του γαμπρού, του γάμου τους το δώρο, Μ’ ολόχρυσες κι’ ολάργυρες κλωστές και μεταξένιες, Οπού είχαν τόσα χρώματα, όσα και τα λουλούδια Των λειβαδιών την άνοιξη, το Μάη, το καλοκαίρι, Στη μια την άκρη το Σταυρό, στην άλλη το Βαγγέλιο, Και μες στη μέση από τα δυο Χριστό και Παναγία, Κι’ ανάμεσα από το Χριστό κι’ από την Παναγία Γάμου στεφάνια ολόχρυσα, σταυροστεφανωμένα.

Εάν δε προσέξης, θα ίδης και τας Μοίρας από πάνω να κλώθουν τα νήματα από τα οποία κρέμεται η τύχη εκάστου. Τα βλέπεις αυτά τα νήματα που κατεβαίνουν ως ιστοί αράχνης από ταδράκτια εις κάθε άνθρωπον; ΧΑΡ. Βλέπω κάτι κλωστές πολύ λεπτές, που εις πολλούς είνε μπλεγμένες και συνδέουν τον ένα με τον άλλον.

Η χρυσές κλωστές ξέβαψαν, αλλά όχι και η χρυσή τρίχα των μαλλιών σου». Η Ιζόλδη έρριξε μακρυά το μεγάλο σπαθί και πήρε στα χέρια τον επενδύτη του Τριστάνου. Είδε τη χρυσή τρίχα και σώπασε ώρα πολλή. Έπειτα φίλησε τον πληγωμένο στα χείλη, για σημείο ειρήνης, και του φόρεσε τα πλούσια ρούχα του.

Όλα είναι γλυκά, καλά, αγαπημένα: να τα βάτα της εκκλησίας μπλεγμένα με τις κλωστές από αράχνες πράσινες και βιολετιές της δροσιάς, να ο γκρίζος φράχτης, η σκουριασμένη πόρτα, το παλιό νεκροταφείο με τα κόκαλα σαν άσπρα λουλούδια ανάμεσα στην αγριοβρώμη και στις τσουκνίδες, να το δρομάκι και η αιμασιά με τις μοβ πεταλουδίτσες και τις κόκκινες πασχαλίτσες που μοιάζουν με λουλουδάκια και χάντρες.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν